Skip to main content

Συχνά λέμε ότι πετυχημένο ζευγάρι είναι αυτό όπου οι ψυχοπαθολογίες αλληλοσυμπληρώνονται. Στον όρο ψυχοπαθολογία εντάσσουμε όλες τις παθολογικές (συχνά κληρονομούμενες) αντιλήψεις, στάσεις, συμπεριφορές. Για να υπάρχει αρμονική συμβίωση δύο ανθρώπων, θα πρέπει να μην έρχονται σε ευθεία άμεση σύγκρουση όλα τα παραπάνω.


Αλλά να φτιάχνουν ένα μείγμα, όχι απαραίτητα υγιές, αλλά σίγουρα λειτουργικό. Πού είναι το πρόβλημα λοιπόν; Η εξέλιξη. Η εξέλιξη είναι το πρόβλημα, καθώς όλοι μας φυσιολογικά και νομοτελειακά εξελισσόμαστε: το ευκταίο θα ήταν να εξελίσσεται κάποιος θετικά, αλλά πού τέτοια τύχη, και καθώς επισυμβαίνουν αμφοτερόπλευρα αλλαγές, τροποποιείται και το προηγουμένως «επιτυχημένο» μείγμα. Συνήθως το ζευγάρι δεν το καταλαβαίνει παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.

Αρχικά το νιώθει ο ένας εκ των δύο, αν και το «γνωρίζουν» άρρητα και οι δυο τους. Αυτός που το νιώθει αρχικά ξεκινά τις διαδικασίες αλλαγών. Κι οι αλλαγές προκαλούν αντιστάσεις. Οι αντιστάσεις προκαλούν συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις προκαλούν δυσφορία. Η δυσφορία κινητοποιεί πολύ πιο έντονα τη διαδικασία, είναι το φιτίλι στο τέλος που οδηγεί το ζευγάρι ή τον έναν εκ των δύο στην ψυχοθεραπεία.

Δεν συνέβη όμως αυτό στην ιστορία της Λαμπρινής. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αν και όχι απολύτως υγιή, είναι ένα καλό σενάριο.

Η Λαμπρινή υφίστατο επί σειρά ετών τη στάση του άντρα της, που ήταν κάπως ψυχαναγκαστικός, τυπολάτρης, ελαφρώς (όχι όμως τόσο ώστε να είναι συμβατός με τη Λαμπρινή) εγωιστής και ισχυρογνώμων. Είχε συνεχώς δίκιο και η Λαμπρινή συνεχώς άδικο, η οποία «δεν γνώριζε καλά», «ήταν» απερίσκεπτη, σπάταλη (ελαφρώς και αυτή, αλλά δυστυχώς όχι αρκετά ελαφρώς για τον άντρα της…), ασυμμάζευτη, απρόσεκτη, αμελής και άλλα πολλά με το στερητικό α μπροστά.

Η Λαμπρινή τα δεχόταν όλα αυτά, ακόμη και μπροστά σε κοινούς γνωστούς, με έντονο και ενίοτε εξευτελιστικό τρόπο. Είχε γίνει συχνά αποδέκτης σχολίων από φίλες της: «Πώς το δέχεσαι;»«Πώς αντέχεις;», «Είναι δυνατόν να σου μιλάει έτσι;», «Γιατί δεν υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου;», «Είναι απαράδεκτος ο άντρας σου!». Απαράδεκτος για πολλούς άλλους αλλά όχι για τη Λαμπρινή. Η ίδια συντηρούσε με ασυνείδητο τρόπο όλη αυτή την κατάσταση, δεν πλήρωνε στην ώρα της τους λογαριασμούς, δεν έσβηνε τα φώτα στο σπίτι όταν έφευγε από το δωμάτιο, δεν κλείδωνε τα παράθυρα το βράδυ όταν ξάπλωναν για ύπνο, δεν μεριμνούσε για να υπάρχουν στοιχειώδεις προμήθειες στο σπίτι τους (π.χ. ψωμί) και, το πλέον εντυπωσιακό (για εμένα τουλάχιστον), δεν τραβούσε πάντα το καζανάκι στην τουαλέτα (συνήθεια πεντακάθαρα αρσενική, κι ας κατηγορηθώ για σεξισμό…).

Στην πρώτη μας συνεδρία, πέραν του γεγονότος που την έφερε μέχρι την ψυχοθεραπεία, προλάβαμε να αναφερθούμε και σε όλα τα παραπάνω, ήταν βλέπετε εντολή του άντρα της να τα πει ΟΛΑ, καταλαβαίνετε βέβαια. Ήταν λοιπόν πασιφανές το ζήτημα, οι ψυχοπαθολογίες ταίριαζαν για μεγάλο διάστημα αλλά όχι για πάντα. Η Λαμπρινή περιέγραψε πως γινόταν η ίδια δέκτης λεκτικών επιθέσεων από τον άντρα της, συχνά και παρουσία των παιδιών της, χωρίς να αντιδρά καθόλου, παρά έσκυβε το κεφάλι, αναγνώριζε το λάθος της (γιατί όντως συνέβαιναν από μεριά της όσα τής καταλογίζονταν) και υποσχόταν να μην ξανασυμβεί (οι υποσχέσεις αυτές πολύ συχνά είναι οι πλέον βέβαιες προς «καταπάτηση»…).

Ήρθε το σημείο της ρήξης λοιπόν, όπου η Λαμπρινή αντί να αντιδράσει και να ζητήσει αλλαγή των όρων συμβίωσης και συνύπαρξης, επέλεξε την οδό της εξωσυζυγικής σχέσης, ιστορία συχνή, που υποδηλώνει την αναζήτηση της αθωότητας στις σχέσεις και της ανεμελιάς στη ζωή, σε αντιδιαστολή με όσα ζούμε στο παρόν. Το ζήτημα ήταν πως δεν φρόντισε να γίνει διακριτικά και να μείνει μυστικό, αλλά άφησε τη θεά Τύχη να αποφασίσει αν θα γίνει αντιληπτό ή όχι. Και μαντέψτε, η θεά Τύχη, δεν την ευνόησε, αποκαλύφθηκε και έγινε χαμούλης… Σε ερώτησή μου που είχε να κάνει με τα μέτρα «προφύλαξης» που είχε λάβει, διαφάνηκε η ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπισε την κατάσταση, τόσο που μου έδωσε την εντύπωση ότι σαν να επιδίωκε με ασυνείδητο τρόπο να αποκαλυφθεί. Και έρχεται ο έρμος ψυχοθεραπευτής να «λύσει» δυσλειτουργικές συμπεριφορές ετών.

Σήμερα λοιπόν η Λαμπρινή έρχεται εν εξάλλω να αναρωτηθεί αν της αξίζει, στην ηλικία της και με βάση τη θέση ευθύνης που έχει, η συμπεριφορά του άντρα της, ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησε έναν νέο γύρο καβγάδων για οικονομικά ζητήματα, καθώς θεωρεί ότι η Λαμπρινή τού λέει ψέματα σχετικά με το πού ξόδεψε 50 ευρώ από τον παχυλό μισθό της και δεν του το είπε για να το εγκρίνει.

Σε κάθε στιγμή όπου εκφράζεται συναισθηματική ένταση, προκαλούμενη από αυτονόητες για όλους τους άλλους καταστάσεις, αναδύεται το ερώτημα «τώρα δηλαδή σοβαρά;». Απολύτως λανθασμένη τοποθέτηση, γιατί η μερική «τύφλωση» σχετικά με πανθομολογούμενα συμπεράσματα είναι πολύ συχνή, και η δουλειά της ψυχοθεραπείας απευθύνεται σε αυτά ακριβώς τα τυφλά σημεία. Δεν έχει νόημα από την πλευρά του θεραπευτή η στείρα και συχνά άχρηστη επανάληψη της κοινής θέσης, αλλά η πρόκληση μέσα από ερωτήσεις προς τον θεραπευόμενο να αποσαφηνίσει τις αιτίες των σημείων όπου η κοινή λογική συγκρούεται με τη δική του θέση.

Η Λαμπρινή ορθώς αναρωτιέται, αλλά η απάντηση είναι δυσάρεστη μάλλον για την ίδια και όχι για τον άντρα της. Η δική της υποχωρητικότητα και αποφυγή ευθείας αντιπαράθεσης, η απροθυμία της να θέσει τα σωστά ερωτήματα στον άντρα της στη σωστή στιγμή οδηγεί σε διαιώνιση μιας προβληματικής ισορροπίας.

Η Λαμπρινή λοιπόν προέρχεται από μια οικογένεια όπου εκείνη ήταν η πρωτότοκη. Στη συνέχεια η οικογένεια εμπλουτίστηκε με την έλευση δύο κοριτσιών, το ένα πολύ κοντά στο άλλο, σαν να ήταν δίδυμα. Όλα καλά, πλην όμως η επιλογή της μητέρας της −με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της−υπήρξε η εξής: η Λαμπρινή να μείνει αρχικά με τον παππού και τη γιαγιά στο διπλανό διαμέρισμα από την ηλικία των 4 ετών.

Αν και η πρόβλεψη ήταν για μικρό διάστημα και για λόγους χωροταξικούς, κατέληξε να διαρκέσει μέχρι τη δική της ενηλικίωση, τον θάνατο του πατέρα της και την ακόλουθη (σε σύντομο διάστημα) ασθένεια της μητέρας της. Η ίδια η Λαμπρινή περιγράφει με εξαιρετικά λόγια τις απόλυτα ευχάριστες αναμνήσεις της από την εποχή εκείνη. Ήταν μια παγιωμένη ειλικρινά ευχάριστη ανάμνηση της παιδικής της ηλικίας, όπου η ίδια απολάμβανε τη φροντίδα και τη συναισθηματική ζεστασιά από τη γιαγιά της και όχι από τους γονείς της.

Χρειάστηκε μεγάλο διάστημα και πολλές αναφορές στα συναισθήματά της για να αναδυθεί ένα ήπιο αρχικά παράπονο. Δεν ένιωσε, δεν αφέθηκε να νιώσει πικρία, εγκατάλειψη, θλίψη, απορία, θυμό για την επιλογή των γονιών της, δεν μπόρεσε, δεν το άντεχε καν να ρωτήσει. Πέρασε στο πανεπιστήμιο, εκπλήρωνε τις προσωπικές της φιλοδοξίες, έκανε πολλές φιλικές και αρκετές ερωτικές σχέσεις. Στις ερωτικές της σχέσεις, τις οποίες τελείωνε σύντομα η ίδια, συχνά με τρόπο ενοχλητικό προς τον εκάστοτε σύντροφό της, δεν επένδυε συναισθηματικά.

Πηγή: psychologynow.gr