Skip to main content

 

Ο Αλκέτας Παναγούλιας άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 78 ετών το βράδυ της Δευτέρας, σκορπώντας θλίψη σε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο κι όχι μόνο. 

Το ελληνικό ποδόσφαιρο θρηνεί τον Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, πριν από λίγη ώρα, στην οικία του στην Βιένα, λίγο έξω από την Ουάσιγκτον.

Ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής της τελευταίας 50ετίας, όπως είχε ανακηρυχθεί, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας το τελευταίο διάστημα και δύσκολα έβγαινε από το σπίτι του. Τις τελευταίες του στιγμές είχε δίπλα του τα αγαπημένα του πρόσωπα, τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, την Ντέμπη και τον Γιάννη.

Ο Αλκέτας, όπως τον φώναζαν γνωστοί και φίλοι, ήταν αθεράπευτα ερωτευμένος με τη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει για τελευταία φορά την αγαπημένη του πόλη, τους φίλους που τον περίμεναν κάθε πρωί στο «Πατέ» στην παραλιακή λεωφόρο, τη «βουλή» όπως την αποκαλούσε, το «Κλεάνθης Βικελίδης» όπου μεγαλούργησε τόσο σαν παίκτης, όσο σαν προπονητής και πρόεδρος του Άρη. Είναι ο μοναδικός στην Ελλάδα που συγκεντρώνει και τις τρεις ιδιότητες.

Πρόκειται για τον προπονητή που χάρισε τις πρώτες μεγάλες συγκινήσεις στη χώρα μας, οδηγώντας την Ελλάδα για πρώτη φορά σε τελική φάση Κυπέλλου Εθνών (το 1980), αλλά και σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου (στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994). 

Η καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής

Ο Αλκέτας Παναγούλιας γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1934, και το 1949 εντάχθηκε στους μικρούς του Άρη κάνοντας το ντεμπούτο του με την ομάδα της Θεσσαλονίκης στην πρώτη ομάδα τα Χριστούγεννα του 1951, σε ηλικία 17 ετών.

Ξεκίνησε την καριέρα του ως αριστερός εξτρέμ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Πολλές φορές χρειάστηκε να αγωνιστεί και στο κέντρο της άμυνας, λόγω των σημαντικών προσόντων που διέθετε. Διετέλεσε και αρχηγός του Άρη.

Τη δεκαετία του '50 κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης με την φανέλα των κιτρίνων, το 1953 και το 1959, στα οποία συνέβαλε τα μέγιστα. Πέτυχε συνολικά 13 γκολ για το τοπικό πρωτάθλημα, 3 για το Κύπελλο Ελλάδας και 10 για το εθνικό πρωτάθλημα.

Το 1962, σε ηλικία 28 ετών, ανακοίνωσε στους συμπαίκτες του ότι θα έφευγε για τις Η.Π.Α., αποδεχόμενος την πρόσκληση της ομάδας Ελλήνων ομογενών "Greek American" της Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας παράλληλα εκεί και τις σπουδές του.

Η καριέρα του σαν προπονητής

Ακολούθως συνέχισε να υπηρετεί το ποδόσφαιρο από τους προπονητικούς πάγκους. Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα απο την ελληνοαμερικανική ομάδα Atlas Soccer Club με την οποία κατέκτησε το US Open Cup 3 φορές (1967, 1968, 1969).

Το 1972 ανέλαβε βοηθός του προπονητή της Εθνικής Ελλάδος Μπίλυ Μπίγκχαμ και το 1973 τον αντικατέστησε αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής έως το 1981.

Τον Φεβρουάριο του 1975 κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο του Άρη, διατηρώντας παράλληλα και τα καθήκοντα του ομοσπονδιακού προπονητή. Έβγαλε από το αγωνιστικό αδιέξοδο τους κιτρίνους, οι οποίοι κατάφεραν να τερματίσουν στην 6η θέση του πρωταθλήματος.

Σημείωσε την μεγάλη επιτυχία της πρόκρισης της Εθνικής Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία που ήταν και η πρώτη διάκριση στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδος. Στα τελικά του Euro 1980 οδήγησε την Εθνική Ελλάδος σε τρεις αξιοπρεπείς εμφανίσεις απέναντι στα φαβορί του θεσμού.

Από το 1981 έως το 1983 υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και κερδισε 2 πρωταθλήματα το 1982 και το 1983. Το διάστημα 1983-1985 ανέλαβε προπονητής της Εθνικής Ομάδας των ΗΠΑ. Το 1984 ήταν προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες. Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό και κερδίζει ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1987, που έμελε να είναι και το τελευταίο πριν τα πέτρινα χρόνια της ομάδας, καθώς και το Σούπερ Κύπελλο.

Το 1988 κλήθηκε να καθίσει για τρίτη φορά στον πάγκο του Άρη. Παρά τα προβλήματα που υπήρχαν τερμάτισε στην 7η θέση του πρωταθλήματος. Την σεζον 1989-1990 συνεχίζει στον πάγκο του Άρη αλλά τον Ιανουάριο του 1990 απομακρύνθηκε απο την τεχνική ηγεσία μετά την ισοπαλία με τον Ιωνικό (1-1).

Το 1992 ανέλαβε και πάλι την Εθνική Ελλάδος και σημείωσε ξανά μια μεγάλη επιτυχία οδηγώντας την Εθνική στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994. Ασφαλώς η επιτυχία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν η Εθνική Ελλάδος δεν αντιμετώπιζε μερικές από τις πιο ισχυρές ομάδες του θεσμού σύμφωνα με τα μετέπειτα αποτελέσματα και δεν προδιδόταν από την απειρία της.

Το διάστημα 1996-1998 ανέλαβε τον Ηρακλή.

Τον Απρίλιο του 1999 αναλαμβάνει για 4η φορά τον Άρη και με 6 σερί νίκες τα τελευταία 8 παιχνίδια κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στην 6η θέση και να εξασφαλίσει την έξοδο στο Κύπελλο Ουέφα. Ο ίδιος όμως δεν θέλησε να συνεχίσει και την επόμενη περίοδο.

 

Η θητεία του στον Άρη

Η αποχώρηση του μεγαλομετόχου του Άρη Δημήτρη Κοντομηνά και η πώληση των μετοχών στον Γιάννη Ζαχουδάνη στις 12 Ιουλίου 2001 προκάλεσε διοικητική αναταραχή στην ομάδα του Άρη. Το καλοκαίρι του 2002 ο Αλκέτας Παναγούλιας επέστρεψε για να βοηθήσει τον Άρη απο τη θέση του προέδρου με σύμβουλο τον Λάμπρο Σκόρδα. Συστάθηκε "οικουμενική διοίκηση" με στόχο να μην καταρρεύσει η ΠΑΕ. Ωστόσο, ο Παναγούλιας διατήρησε για λίγο καιρό το πόστο του προέδρου και αποχώρησε, έχοντας προηγουμένως εκφράσει τις διαφωνίες του σε διάφορα θέματα, μεταξύ αυτών και της δαπανηρής μεταγραφής του Μαροκινού ποδοσφαιριστή Σαλαχεντίν Μπασίρ, ο οποίος εντάχθηκε στον Άρη με προβλήματα τραυματισμού. Ο Παναγούλιας προτίμησε να αποχωρήσει και να αποστασιοποιηθεί απο τα γεγονότα "για το καλό του Άρη" όπως τόνισε.

Διακρίσεις:

1980 Συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα

1994 Συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο

1982 Πρωτάθλημα Ελλάδας

1983 Πρωτάθλημα Ελλάδας

1987 Πρωτάθλημα Ελλάδας

Η πορεία του εκτός γηπέδων

 

Πλούσια είναι και η συνεισφορά εκτός του εκτός γηπέδων καθώς στο παρελθόν είχε εκλεγεί μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Θεσσαλονίκης, μέλος της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ακόμα έχει υπάρξει επιθεωρητής της ΦΙΦΑ, μέλος της Ακαδημίας των Σπορ των ΗΠΑ, μέλος του Αμερικανικού ποδοσφαιρικού Χολ οφ Φέημ και μέλος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας προπονητών.

 

Η κηδεία του θα γίνει στην Ουάσιγκτον, αν και υπήρξε η σκέψη η σορός του να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη που τόσο αγαπούσε και δεν πρόλαβε να ξαναδεί. Θα τον θυμόμαστε όλοι να ξεχειλίζει από ζωντάνια και ενέργεια, έτοιμος να εκραγεί σε γέλια, να βάλει τις φωνές, να λάμψει ως αληθινός ηγέτης και φίλος.

gazzetta.gr