Skip to main content

Ο Βασίλης Μποτίνος ήταν ένας από τους πιο πλήρεις ποδοσφαιριστές που έχουν φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Τα είχε… όλα! Πήγε στο Λιμάνι το 1965, μεταγραφή από τον Ολυμπιακό Βόλου και χωρίς να έχει αρχικά ούτε σπίτι για να κοιμηθεί! Εξτρέμ από τα λίγα, στον Πειραιά δεν άργησαν να καταλάβουν την μεγάλη του αξία. Ήταν όμως, μέσα στην εποχή της επταετίας. Και εκτός από τρομερό ταλέντο, είχε και… τεράστιο τσαμπουκά, τον οποίο ούτε οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν. Ανήμερα της 17 Νοεμβρίου, ο Μποτίνος μιλάει στο gazzetta.gr για τις διαμάχες του με τη χούντα!

Το… παπούτσι που τα ξεκίνησε όλα

«Υπήρξαν κάποιες χοντρές κόντρες , ακόμα και ξύλο είχε πέσει με αξιωματικούς της εποχής. Εκείνοι ήθελαν να το παίξουν… κάποιοι, έκαναν κατάχρηση εξουσίας. Εγώ και κάποιοι άλλοι δεν τους ανεχόμασταν», λέει αρχικά στο gazzetta.gr ο Βολιώτης ποδοσφαιριστής. Το πρώτο επεισόδιο με το καθεστώς ήρθε το Δεκέμβριο του 1967. Οι «ερυθρολευκοι» έπαιζαν με τον Απόλλωνα στο Φάληρο. Ξαφνικά, πριν τη σέντρα, ο Μποτίνος καταλαβαίνει ότι έχει πρόβλημα με τα παπούτσια. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο τότε έφορος της ομάδας του, ο Συνταγματάρχης Παπαποστόλου. «Μόλις κατάλαβα ότι δεν είχα στο ντουλάπι μου τα κατάλληλα παπούτσια για το γήπεδο, του ζήτησα άλλα δεν μου έδωσαν σημασία. Τότε πέταξα στον νεαρό φροντιστή το παπούτσι μου. Το είδε το περιστατικό ο συνταγματάρχης Παπαποστόλου, τιον οποίο εγώ ούτε καν γνώριζα τότε. Και ξαφνικά με πιάνει από τη φανέλα και με απειλεί ότι θα με στείλει στρατοδικείο. Σήκωσα το χέρι και του έδωσα μια καλή, έπεσε κάτω και πήγε στα αποδυτήρια και είπε ότι δεν θα βγω να ξαναπαίξω. Έτσι, η ομάδα μπήκε για το δεύτερο μέρος με 10. Ο κόσμος όμως ξεσηκώθηκε, φώναζαν όλοι μαζί να ξαναμπώ και εγώ σηκώθηκα και ξαναμπήκα μέσα. Έβαλα μάλιστα και γκολ!».

«Ακόμα και νεκρός θα παίζεις εδώ!»

Η κόντρα με τη δικτατορία είχε μόλις ξεκινήσει, καθώς ο Παπαποστόλου ήταν ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Ασλανίδη. «Όποτε έβρισκαν την ευκαιρία από τότε, μου έκαναν τη ζωή δύσκολη. Μια φορά πήγαμε να πάρουμε τα εισιτήρια που δικαιούμασταν και ο δικός μου ο φάκελος ήταν άδειος. “Εντολή δική μου”, είπε ο Παπαποστόλου. Ακούστηκαν άσχημες φράσεις, του είπα πολλά. Τότε τράβηξε περίστροφο και ευτυχώς ήταν εκεί ο Σιδέρης και ο Αγανιάν και του άρπαξαν το χέρι! Είχα πολλά προβλήματα και με τον Ασλανίδη, που είχε ενημερωθεί για όλα. Δεν μου έβγαζε διαβατήριο και δεν με άφηνε να φύγω. Είχα πολλές προτάσεις, η μεγαλύτερη ήταν από Γερμανία, 1.5 εκατομμύρια μάρκα το χρόνο. Αλλά ούτε ο Ολυμπιακός, ούτε η δικτατορία με άφηναν. “Ακόμα και νεκρός θα παίζεις εδώ”, μου έλεγαν. Δεν ήταν βέβαια όλοι οι συνταγματάρχες σαν τον Παπαποστόλου, υπήρχαν και κάποια παιδιά που δεν έκαναν τέτοια νταηλίκια», τονίζει. Οι απειλές προς την οικογένειά του ήταν συχνό φαινόμενο.

Παρά το τεράστιο ταλέντο του, η καριέρα του τελείωσε άδικα. Το ενδιαφέρον από το εξωτερικό αυξανόταν, όταν, το 1970, έπαθε μια θλάση που αποτέλεσε την αρχή του τέλους. Όπως τονίζει: «Ο τραυματισμός μου ήταν οργανωμένη εγκληματική ενέργεια. Οι γιατροί έλεγαν να μην με βάζουν, αλλά έπαιζα με το ζόρι, με απειλούσαν με στρατοδικεία, επειδή αν δεν έπαιζα θα πήγαινα κόντρα στην επανάσταση. Τελικά, μου κόπηκε ο τετρακέφαλος».

«Κάποιοι δεν ήθελαν να πάω στον Παναθηναϊκό»

Ο αείμνηστος Φέρεντς Πούσκας τον πήγε στο γιατρό της Ρεάλ Μαδρίτης, καθώς στο διάστημα που έμεινε εκτός δεν είχε καμία στήριξη, όντας «σημαδεμένος». Κατάφερε να επιστρέψει και ο Παναθηναϊκός εξέφρασε ενδιαφέρον, ωστόσο το καθεστώς δεν ήθελε να γίνει ποτέ αυτή η μεταγραφή. «Δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Μπουντουβή και μου είπαν ότι αποφάσισε ο Παναθηναϊκός να με εντάξει στη δύναμή του. Ο Ολυμπιακός όμως δεν ήθελε να γίνει η μεταγραφή.

Κάποιοι μίλησαν στον Ασλανίδη και του είπαν ότι έτσι και είμαι καλά και παίξω μπάλα με τον Παναθηναϊκό, θα καεί ο Πειραιάς. Αποφάσισαν λοιπόν να μην επιτρέψουν την μεταγραφή». Έτσι πήγε στον Πανιώνιο, έδειξε για μια ακόμα φορά τι αξίζει και έκλεισε την καριέρα του σε ηλικία 29 ετών. Μια καριέρα, πολλά υποσχόμενη, έπεσε θύμα των μεθοδεύσεων της χούντας….

Πηγή gazzetta.gr