Η εκμετάλλευση δασικών εκτάσεων και βιοτόπων για λόγους εντατικών καλλιεργειών μπορεί να επιταχύνει τη διάβρωση του εδάφους τόσο δραματικά, ώστε μέσα σε λίγες δεκαετίες να προκαλούνται οι ίδιες απώλειες που με φυσικές διεργασίες θα έπαιρναν χιλιάδες χρόνια για να πραγματοποιηθούν, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η αποψίλωση των δασών και η αγροτική εκμετάλλευση είναι γνωστό πως προκαλούν διάβρωση του εδάφους σε γρηγορότερο ρυθμό, ωστόσο η ακριβής μέτρηση της διαφοράς από τη φυσική διάβρωση αποτελεί διαχρονικά μία δύσκολη διαδικασία για τους γεωλόγους. Το γεγονός αυτό καθιστά την περιβαλλοντική διαχείριση πιο δύσκολη.
Τώρα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Βερμόντ και το Πανεπιστήμιο Imperial στο Λονδίνο εξέτασαν δέκα ποταμούς και υγριοβιοτόπους στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και για πρώτη φορά κατάφεραν να προσδιορίσουν το ακριβές ποσοστό της φυσικής διάβρωσης, και κατά συνέπεια την επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας που προκλήθηκε από τον άνθρωπο μέσω της υλοτόμησης, της εντατικής καλλιέργειας καπνού και βαμβακιού και άλλων δραστηριοτήτων. Τα ευρήματα εξέπληξαν τους επιστήμονες, οι οποίοι ανακάλυψαν πως πριν την άφιξη των Ευρωπαίων αποίκων στην περιοχή, η διάβρωση του εδάφους ήταν μόλις ένα εκατοστό κάθε χίλια χρόνια, ενώ κατά την περίοδο του έντονου αποικισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο ρυθμός αυξήθηκε κατακόρυφα στο ένα εκατοστό κάθε δέκα χρόνια.
«Το έδαφος πρακτικά καταρρέει όταν αφαιρούμε τη φυσική βλάστηση κατά αυτόν τον τρόπο, και ο ρυθμός διάβρωσης πολλαπλασιάζεται», δήλωσε ο Πολ Μπίρμαν, συνεπικεφαλής της μελέτης. Οι ερευνητές συνέλεξαν 24 δείγματα από τις κοίτες των ποταμών και στη συνέχεια προσδιόρισαν το ρυθμό της διάβρωσης μετρώντας τη συγκέντρωση του ισοτόπου βηρυλλίου-10 με τη βοήθεια ενός φασματογράφου μάζας. Το συγκεκριμένο ισότοπο συσσωρεύεται στα ανώτερα στρώματα του εδάφους, με συνέπεια η αυξημένη συγκέντρωσή του να υποδεικνύει ότι έχει εκτεθεί λιγότερο στην επιφάνεια της Γης και άρα η διάβρωση του εδάφους είναι πιο αργή.