Skip to main content

Το 1924, η Velma Kelly (Catherine Zeta-Jones) σκότωσε τον μοιχό σύζυγο της και η Roxie Hart (Renee Zellweger) πυροβόλησε τον ψεύτη φίλο της. Και οι δύο γυναίκες κατέληξαν στην ουρά των γυναικών-δολοφόνων του Σικάγο, με την επικρεμάμενη θανατική ποινή της κρεμάλας δημοσίως.

 

 

Αλλά μέσα από την δύναμη της θέλησης, τη χειραγώγηση, και τη δικηγορική λαμογιά του περίφημου δικηγόρου της ταινίας, Billy Flynn (που τον υποδύεται άψογα ο γνωστός ηθοποιός Richard Gere), οι δύο ηρωίδες (και η πλειοψηφία στις γυναικείες φυλακές) αθωώνονται για τα εγκλήματά τους και επιστρέφουν στη σκηνή του vaudeville (θεατρικό είδος επί σκηνής που συνδυάζει το cabaret show και το musical).

 

 

Αυτή είναι η πλοκή του γνωστού μιούζικαλ, Chicago, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 2002 από το σκηνοθέτη Rob Marshall και το σεναριογράφο Bill Condon

 

 

Ένα (φεμινιστικό) highlight της εν λόγω ταινίας είναι ότι οι άνδρες τιμωρούνται για τα λάθη που διέπραξαν εναντίον των γυναικών που τους εμπιστεύθηκαν – δικαιοσύνη που σπάνια επιτυγχάνεται φυσικά στην πραγματική ζωή.

 

 

Ο Niccolo Machiavelli κάποτε είπε: “Οι άνδρες πρέπει είτε να ικανοποιηθούν είτε να καταστραφούν ολοσχερώς, γιατί αν τους προσβάλλετε απλώς, παίρνουν εκδίκηση, αλλά αν τους βάλλετε πολύ, μετά δε θα είναι σε θέση να σας κάνουν αντίποινα, οπότε ο “τραυματισμός” που προκαλείται σε έναν άνθρωπο πρέπει να είναι τέτοιος ώστε η εκδίκηση να μη γίνει αντικείμενο φόβου”.

 

Είναι ίσως ειρωνικό ότι ένας κοινωνιολόγος κριτικός που ήταν γνωστός θιασώτης της χρήσης βίας με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας ενάντια στους αδύναμους, έδωσε τόσο περιεκτικά και απόλυτα ένα τέτοιο κατηγορητήριο για το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν σωστά τα εγκλήματα των ανδρών – όσοι ονομάζονται βιολογικώς άντρες κατά τη γέννηση και οι οποίοι χρησιμοποιούν εσκεμμένα το σεξισμό και την πατριαρχία για να ενισχύσουν όχι μόνο τη σταδιοδρομία τους, αλλά και τη δική τους ακαταλληλότητα.

 

maxresdefault_1.jpg

 

Έτσι λοιπόν, η Kelly και η Hart ανέλαβαν να κάνουν κάτι που ο νόμος δεν κατάφερε να αποδώσουν δικαιοσύνη ενάντια στους άνδρες που χρησιμοποιούν, καταχρώνται και κακομεταχειρίζονται τις γυναίκες. Δεκαέξι χρόνια μετά, αυτή η ανεμπόδιστη αυτονομία και τολμηρότητα είναι σπάνια να εντοπιστούν σε ταινία.

 

Προς τη μέση της ταινίας, 6 γυναίκες καταγγέλουν τους άνδρες τους και το λόγο που τους δολοφόνησαν (μόνο μία εξ’αυτών είναι αθώα και είναι η μοναδική στην οποία επιβάλλεται η θανατική ποινή), με μαρτυρίες που περιγράφουν τις σχέσεις τους με τους άνδρες. Κανένας σωφρονισμός ούτως ή άλλως δε θα της βοηθούσε ούτε θα τον δέχονταν καθώς γι’ αυτές τις φυλακισμένες η δικαίωση ήταν ο μοναδικός στόχος, με μια ηχηρή απουσία λύπης να πλαισιώνει τη σεκάνς και το αντίστοιχο μουσικό κομμάτι που τη συνοδεύει: “They had it coming”- σε ελεύθερη απόδοση, “Τους άξιζε!”.

 

 

chicago-1-820x500.jpg

 

 

Μία από τις γυναίκες πυροβόλησε το σύζυγο της (προειδοποιητικά όπως λέει) στο κεφάλι δύο φορές επειδή εκείνος μάσαγε απλά μια τσίχλα ενώ εκείνη ήθελε να ξεκουραστεί μετά από μία επίπονη μέρα στη δουλειά, ενώ μια άλλη έριξε αρσενικό στο ποτό του συντρόφου της, όταν ανακάλυψε ότι είχε έξι συζύγους. Ενώ μια άλλη μαχαίρωσε πολλές φορές το φίλο της επειδή της μίλαγε υβριστικά.

 

 

«Ήταν δολοφονία, όχι έγκλημα», είναι το νήμα που υφαίνεται γύρω από όλη την πλοκή, καθώς οι γυναίκες επαναλαμβάνουν το συναίσθημα ότι ακόμα κι αν οι ενέργειές τους ήταν φαινομενικά βίαιες, ωστόσο ήταν δικαιολογημένες.

 

Οι γυναίκες σπάνια έχουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν τις ενέργειές τους όταν εμπλέκεται η βία πόσο μάλλον το έγκλημα. Η κοινωνία τις θέλει να ζουν ήσυχα στο περιθώριο ενός συμβατικού συστήματος, με τις αντιλήψεις για τη γυναίκα και τη μητρότητα να υπαγορεύουν ότι δεν είναι μόνο ανίκανες για βία, αλλά και ότι η άσκηση βίας είναι μια αφύσικη πράξη που έρχεται σε αντίθεση με όσα συνδέονται με την κατανόηση της γυναίκας από την κοινωνία.

 

Στον πατριαρχικό κόσμο, πολλές καταχρηστικές πράξεις που διαπράττονται από άνδρες εις βάρος των γυναικών εξομαλύνθηκαν στο σημείο να καθησυχάσουν την ταπείνωση και να θολώσουν τα όρια μεταξύ σωστού και λάθους, με την υποστήριξη του χριστιανισμού και συγκεκριμένων “μεταφράσεων” και ερμηνειών που έγιναν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη λευκή υπεροχή και το σεξισμό, την ίδια στιγμή που η αληθινή λογοδοσία για τις πράξεις κάποιου απορρίπτεται.

 

Σε αντίθεση με τις γυναίκες στο Σικάγο, οι οποίες επέλεξαν να αντιδράσουν επιλέγοντας την… καταστροφή, οι γυναίκες του πραγματικού κόσμου θα πρέπει να αρκούνται σε στιγμές αδυναμίας , σοκ τιμωρίας, ενώ δε μπορούν ν’αντισταθούν στην αναπόφευκτη επιστροφή των βασανιστών τους. Στον κόσμο μας, επιτρέπεται στους ανθρώπους να μετανοούν και να δίνουν το όφελος της αμφιβολίας. στον κόσμο της Hart και της Kelly, επέλεξαν να “σιωπήσουν” τους άντρες ολοκληρωτικά, καθιστώντας το έτσι ώστε να είναι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να αναπαράγουν την ανάμνηση των γεγονότων.

 

 

Η Hart και η Kelly κατέστησαν δυνατή τη δική τους οπτική και ετυμηγορία να είναι η μόνη εκδοχή που ακούγεται, αρνούμενες να επιτρέψει στους άντρες γύρω τους οποιαδήποτε μετάνοια ή δόξα-καλύτερη φήμη – ακόμη και μεταθανάτια.

 

 

Σίγουρα θα μπορούσε το Chicago να χαρακτηριστεί ως ένα έργο φιλικό στο φεμινισμό και ρηξικέλευθο για την εποχή που γράφτηκε το 1975 (από τον  σεναριογράφο-συγγραφέα Bob Fosse που έχει επίσης υπογράψει το All That Jazz και Cabaret). Ακόμα και σήμερα όμως αυτή η σκηνή είναι τρομερά ενορχηστρωμένη, δυνατή απ’ όλες τις απόψεις και αξέχαστη για όσους από μας γνωρίζουν μέχρι και τους στίχους/μαρτυρίες των τροφίμων.