Τσιχλόφουσκες και ψητές πατάτες, πουά, ψηφιδωτά, ματαιόδοξα και δακρυσμένα κορίτσια, ερωτικές απογοητεύσεις, βραδινές ανασφάλειες, αμερικάνικη καθημερινότητα βουτηγμένη σε ωραιοπάθεια, ματαιοπονία, άπιαστα ή παράλογα όνειρα, οι επιρροές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής στην αμερικάνικη κουλτούρα, αποτυπωμένες στο έργο του “ακαδημαϊκού της pop art” που σήμερα αξίζει εκατομμύρια δολάρια!
Ο Ρόι Λίχνεστάιν ήταν ένας καλλιτέχνης με γούστο που μπορεί να φαινόταν προσβλητικό αλλά αντικατόπτριζε πάντα το βαθύτερο νόημα του εφήμερου, στο οποίο δεν έπαψε να πιστεύει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ηλικία 73 ετών.
Ο Λιχτενστάιν δούλεψε μέχρι τέλους απομυθοποιώντας τη βιομηχανία των ειδώλων. Οι δικοί του ήρωες, τα έμψυχα και τα άψυχα είναι ακτινοβόλα, λιγότερο συμβολικά, πιο επαναστατικά και πιο ευαίσθητα. Είναι τα πόστερς στους τοίχους, οι ταπετσαρίες, οι ομπρέλες που πουλούν τα μουσεία, οι τσάντες, είναι ότι ανακυκλώνεται παλιώνει και πετιέται για να αντικατασταθεί ξανά και ξανά. Είναι αυτό που εκπροσωπεί ο Λιχτενστάιν σε όλο του το μεγαλείο.
«Είναι αλήθεια ότι στην αρχή όταν κοίταζα τα έργα μου αισθανόμουν ότι προσέβαλα ακόμη και το δικό μου γούστο», θα πει αργότερα σε μιαν από τις συχνές κρίσεις του καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. «Ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εντελώς αντίθετα με αυτά που είχα διδαχθεί. Μου ήταν όμως αδύνατο να δουλέψω με άλλον τρόπο»
Ο πρωτοπόρος της «εφήμερης» τέχνης, ο νεοϋορκέζος ζωγράφος και γλύπτης Ρόι Λιχτενστάιν,
Σε μια συνέντευξή του το 1963 είχε εξομολογηθεί ότι πρόθεσή του ήταν να δημιουργήσει μια τέχνη τόσο «απαράδεκτη» που κανείς να μην μπορεί να την κρεμάσει στους τοίχους. Και ίσως εν μέρει να τα κατάφερε. Το περιοδικό «Life» αναρωτιέται χαιρέκακα την ίδια εποχή «ο Ρόι Λιχτενστάιν είναι άραγε ο χειρότερος ζωγράφος του κόσμου;»
Την προηγούμενη εβδομάδα το Ίδρυμα Roy Lichtenstein ανακοίνωσε ότι θα κλείσει τις πόρτες του για το κοινό, ενώ θα παραδώσει ότι απομένει σε έργα που διέθετε σε μουσεία. Στον πρώτο γύρο δωρεών του, το ίδρυμα προσφέρει 400 περίπου έργα – περίπου τα μισά από τα χαρτοφυλάκια του – στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney της Νέας Υόρκης και 500.000 έγγραφα στα Αρχεία της αμερικανικής τέχνης του Smithsonian.
Ο διευθυντής του Whitney, Adam Weinberg, δήλωσε στους New York Times ότι το δώρο είναι μία από τις μεγαλύτερες δωρεές ενός καλλιτέχνη στην ιστορία του μουσείου και είπε ότι θα γίνει “ένας από τους ιστορικούς δείκτες του ιδρύματός μας”.
Το μουσείο είχε την ελευθερία να επιλέξει τα έργα που ήθελε. Ανάμεσα στα βασικά κομμάτια που επιλέχθηκαν ήταν η γλυπτική Lichtenstein’s Head of Girl (1964), από την πιο δημοφιλή του περίοδο. Επίσης συμπεριλήφθηκαν πρώιμες δουλειές όπως το Pilot (1948) και το Untitled (1959-60) που δείχνουν την εξέλιξη και τον πειραματισμό του καλλιτέχνη με διαφορετικά και λιγότερο αναγνωρίσιμα στυλ.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, μια επιλογή των δωρεών έργων θα μεταφερθεί στη Συλλογή Μελετών Roy Lichtenstein της Whitney, η οποία θα είναι η μεγαλύτερη του είδους της. Οι επιμελητές της Whitney επέλεξαν πέντε έργα ζωγραφικής, 17 γλυπτά και 145 εκτυπώσεις που θα αποτελέσουν τη βάση του κέντρου μελέτης και θα συμπληρώσουν την υπάρχουσα συλλογή με 26 έργα με την υπογραφή του Lichtenstein.
Παράλληλα, το φθινόπωρο, το πρώην στούντιο του καλλιτέχνη, που βρίσκεται μόλις τέσσερα τετράγωνα από το μουσείο, θα αρχίσει να φιλοξενεί διαλέξεις και μαθήματα.
Εν τω μεταξύ, τα αρχεία που δωρίζονται στο Smithsonian Archive of American Art θα ψηφιοποιηθούν και θα δημοσιοποιηθούν ηλεκτρονικά σε κοινή προσπάθεια μεταξύ του Smithsonian και του ιδρύματος που αναμένεται να διαρκέσει από πέντε έως επτά χρόνια.