Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για το τι γιορτάζουμε αύριο (γιατί πολλά έχουν ακούσει τα αυτάκια μας στα επετειακά ρεπορτάζ των δελτίων), σας παρουσιάζουμε ένα αφιέρωμα στο ΌΧΙ που σημάδεψε τον ελληνικό λαό και που πρέσβευε το Manifesto ενός ολόκληρου λαού υπέρ της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας!
Και ποιος δεν θα παραδεχτεί ότι αυτές οι αξίες που τόσο πολύ πάλεψαν για να διατηρήσουν ζωντανές οι Έλληνες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε άλλο παρά απολύτως αναγκαίες είναι και για τη σημερινή εποχή. Η Επέτειος του ΟΧΙ του 1940 είναι ίσως το μοναδικό ΟΧΙ που τηρήθηκε ποτέ από τον Ελληνικό λαό (λαμβάνοντας υπ’ όψιν πολλά σύγχρονα παραδείγματα), και ήταν το ΟΧΙ στην υποδούλωση, στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της ευημερίας. Αξίες πο τόσο έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι έχουν κάποια σπουδαιότητα και στη σημερινή ελληνική κοινωνία…
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής! Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Η επέτειος αφορά την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις επί τελεσιγράφου που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Αξίζει να πούμε ότι η Ελλάδα γιορτάζει με την 28η Οκτωβρίου την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου.
Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ο ίδιος στον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς απάντησε στα γαλλικά (την επίσημη διπλωματική γλώσσα της εποχής) “Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο”, εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
“Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: “Alors, c’est la guerre”. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως”
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο κατέληγε με τα εξής λόγια: ” Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νύν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών. “ Μετά από αυτά, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, ενώ διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις. Εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν.
Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G, προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Αμέσως μετά θα ακολουθούσε η προέλαση προς την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας.
Από την άλλη μεριά, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε κυρίως αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος – Μέτσοβο – Αλιάκμονας – Βέρμιο. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης.
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τους δρόμους σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από την διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στην Πίνδο, όμως το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθυνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία.
Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο και έτσι αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση.
Τα πράγματα όμως άρχισαν να αλλάζουν και εξαιτίας τις διαφαινόμενης αυτής νίκης των Ελλήνων, οι Γερμανικές δυνάμεις ήρθα να ενισχύσουν τα ιταλικά στρατεύματα. Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου το μηχανοκίνητο γερμανικό σύνταγμα Σωματοφυλακή SS “Αδόλφος Χίτλερ” κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Στις 24 Απριλίου 1941, τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα.
Με την πτώση της Κρήτης το Μάιο του 1941, ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τρία χρόνια υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944. Συγχρόνως, ελληνικές χερσαίες δυνάμεις και πλοία συνέχιζαν τον πόλεμο μαζί με τους Βρετανούς στη Βόρειο Αφρική, ακόμη και στην ίδια την Ιταλία. Με τη γερμανική αποχώρηση από τα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1944, η χώρα απελευθερώθηκε, πριν μπει και πάλι στη δίνη ενός εμφύλιου πολέμου που και πάλι στοίχησε χιλιάδες θύματα!