Skip to main content

Όσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να συμφιλιωθεί και να αποδεχθεί αυτό που έχει συμβεί, τότε δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο στον εαυτό μας να το ξεπεράσουμε, να το αφήσουμε πίσω.


Η θλίψη είναι ένα από τα “καταραμένα” συναισθήματα που η ιδέα του και μόνο προκαλεί φόβο συγχρόνως με μια αυθόρμητη επιθυμία αποφυγής. Τόσο το υποκειμενικό βίωμα όσο και η διαπίστωσή της στους άλλους αποτελεί απόδειξη αδυναμίας, μια επιβεβαίωση ότι ένα δυσάρεστο συμβάν έχει υποτάξει την ικανότητά μας να διαχειριστούμε τις επώδυνες συνέπειες που επιφέρει και ακολούθως να απομακρύνουμε το αποτύπωμά τους στην ψυχική μας διάθεση. Είναι μια θέση που επιθυμούμε να αποφύγουμε, κλείνοντας όσο το δυνατόν πιο βιαστικά ό,τι μας έχει δυσαρεστήσει ώστε να νιώσουμε ξανά δυνατοί και κυρίαρχοι της ζωής μας.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η ματαίωση, που συνιστά προάγγελο της θλίψης, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τις μελλοντικές κατακτήσεις του ενήλικα. Το παιδί χρειάζεται να χάσει την μητέρα, τον κηδεμόνα, ως παρουσία και προστασία για να δοκιμάσει να επιβιώσει μόνο του, να βρεθεί στο σχολείο χωρίς την παρουσία του γονιού, να σχετιστεί με τη δασκάλα και τους συμμαθητές, να δημιουργήσει φιλίες και να μεταφέρει το συναισθηματικό δέσιμο που διατηρεί προς τους κηδεμόνες σε άλλα πρόσωπα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η διαδικασία αυτή, που αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνικοποίησης και αντανακλά την πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση και την ενηλικίωση δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς την απομάκρυνση από το αγαπημένο πρόσωπο και τη στήριξη που εκείνο προσφέρει ως σημείο αναφοράς, κατά συνέπεια χωρίς την προσωρινή απώλειά του και την επακόλουθη θλίψη που συνεπάγεται.

Αντίστοιχα με το παιδί, εξίσου και ο ενήλικας έχει να ανάγκη να νιώσει ότι του επιτρέπεται να εξωτερικεύσει τη λύπη του. Εκφράζοντάς τη, επιζητά να ανακουφιστεί μέσα από την τρυφερότητα και την αγκαλιά ή τις κατάλληλες λέξεις. Επιδιώκει να ακουσθεί αυτό που αισθάνεται – να επικοινωνήσει ένα δύσκολο συναίσθημα. Ο γονιός που αντέχει τη θλίψη του παιδιού λειτουργεί σαν ένα σταθερό και ασφαλές σημείο αναφοράς. Η στάση του προσφέρει το πλαίσιο μέσα από το οποίο το παιδί έχει την ευκαιρία να βιώσει και να εκφράσει τη θλίψη προκειμένου να ανακουφιστεί και να προχωρήσει πέρα από αυτήν. Η αποδοχή του σε σχέση με τη λύπη του παιδιού και η «πλαισίωσή» του αποτελεί το πρότυπο για το πώς και εκείνο μπορεί να οικειοποιηθεί αυτήν την λειτουργία για τον εαυτό του.

Συχνά η λύπη των παιδιών κλονίζει τους γονείς καθώς αναμοχλεύει δικά τους συναισθήματα θλίψης και απώλειας. Παράλληλα θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά τους για επανόρθωση καθώς ακουμπά στο πως έχουν βιώσει και διαχειριστεί παλαιότερες δικές τους. Μπορούμε να ακούσουμε αυτό που αισθάνεται ο άλλος όταν είμαστε επαρκώς συντονισμένοι με τα δικά μας συναισθήματα.

Ένα συναίσθημα που έχει μπλοκαριστεί ως μη αντέξιμο, που δεν είχαμε την ευκαιρία να εκφράσουμε και να επεξεργαστούμε, βιώνεται ως απειλητικό όταν συναντάται στην αντίδραση του άλλου. Ο γονιός, αρνούμενος το συναίσθημα του παιδιού επιδιώκει να αποδιώξει και τη δική του λύπη, καθώς η μη έκφρασή της δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αποφυγής. Αν δεν νιώσουμε το συναίσθημα που προκαλείται από ένα συμβάν, είναι σαν να ακυρώνουμε το ίδιο το συμβάν. Όταν μάλιστα η εμφάνισή της συνδέεται με πράξεις του γονιού, τα συναισθήματα ενοχής κυριαρχούν.

Αγνοώντας τη στενοχώρια που το παιδί αισθάνεται, παλεύοντας με κάθε τρόπο να την ξεγελάσει, δοκιμάζει να ακυρώσει και την ευθύνη ότι την προκάλεσε, επιβεβαιώνοντας την ικανότητά του να προστατέψει το παιδί από το δυσάρεστο συναίσθημα, που επιθυμεί εξίσου να αποφύγει ο ίδιος.

Ωστόσο, όταν οι γονείς τρομάζουν αρνούμενοι τη θλίψη σαν κάτι δυσβάσταχτο που αν εκφραστεί θα λεκιάσει την καθημερινότητα και τις σχέσεις, τότε είναι τα παιδιά που καλούνται μέσα από μια «σιωπηρή συμφωνία» να την κουβαλήσουν εξίσου και για τους γονείς. Χωρίς τα λόγια που αποδυναμώνουν και «περιέχουν» ένα δυσάρεστο συναίσθημα το παιδί μένει μετέωρο. Καλείται να «καταπιεί» τη θλίψη που βιώνει και που δεν έχει υπάρχει χώρος να εκφραστεί. Καλείται να διασκεδάσει και να καθησυχάσει εκείνο τους γονείς που έχουν ανάγκη να είναι διαρκώς χαρούμενοι.

Η έλλειψη επεξεργασίας μετατρέπεται σε ένα κουβάλημα διαρκείας μέχρι και την ενηλικίωσή τους, κατακλύζοντας τον ψυχισμό του παιδιού και αργότερα του ενήλικα. Αυτό που νιώθει επισκιάζει τα πάντα. Το συναίσθημα από παροδικό και δικαιολογημένο γίνεται μόνιμο και απροσδιόριστο, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την θλίψη στην κατάθλιψη. Όταν χάνεται η προοπτική που μετατρέπει τη θλίψη από ένα στάδιο που κανείς μπορεί να περάσει ώστε να επανέλθει σε κατάσταση χαράς, τότε το αρνητικό συναίσθημα μοιάζει με πηγάδι που δεν πρέπει κανείς να πέσει μέσα γιατί πολύ δύσκολα θα ανασυρθεί.

Η αμηχανία και η άρνηση του γονιού να ακούσει και να αποδεχτεί τη θλίψη του παιδιού, η προσπάθεια να κλείσει στα γρήγορα το αρνητικό συναίσθημα, να το προσπεράσει με κάθε δυνατό τρόπο, θέτει τις βάσεις για το μελλοντικό του τρόμο, ως ενήλικας πλέον, απέναντι στη θλίψη. Αντιμέτωπος με τη δυσκολία του να πενθήσει, αντί να επιτρέψει στον εαυτό του να τη βιώσει, βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης άμεσων υποκατάστατων κάθε μικρής ή μεγαλύτερης απώλειας, μέσα από αντιπερισπασμούς αλλεπάλληλων σχέσεων και γρήγορων περασμάτων, αποεπενδύσεων και επανεπενδύσεων προκειμένου να μη συνειδητοποιήσει, να μην πονέσει γι’ αυτό που χάνεται.

Είμαστε τότε αντιμέτωποι με το φόβο της θλίψης που συνιστά μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγουμε ένα δύσκολο, δυσάρεστο συναίσθημα. Διατηρώντας αυταπάτες, χάνουμε την ευκαιρία να μάθουμε από τις δυσκολίες, από τις αντιδράσεις και τις σκέψεις που αυτές πυροδοτούν. Αποφεύγοντας να αναγνωρίσουμε αυτό που νιώθουμε, στερούμαστε τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στην απώλεια, να ζυγίσουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες, τα λάθη και τις παραλείψεις, να δυναμώσουμε μέσω της σκέψης, της επίγνωσης του τί χρειαζόμαστε, του τι μας δυσκολεύει, του τί είναι σημαντικό.

Η χαρά έχει νόημα ως συναισθηματική κατάσταση που εναλλάσσεται με την λύπη, το θυμό και όλη την ποικιλία των συναισθημάτων. Όσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώσει εξίσου το αρνητικό, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενοι αυτό που έχει συμβεί, την επίδρασή του επάνω μας, συμφιλιωμένοι με αυτό που αισθανόμαστε στην ολότητά του, δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο στον εαυτό μας να το ξεπεράσουμε, να το αφήσουμε πίσω. Όσο δεν πασχίζουμε τρομοκρατημένοι να το αγνοήσουμε αλλά επιτρέπουμε να ακούσουμε και να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε, θέτουμε τα πιο γερά θεμέλια για την χαρά και την ψυχική ηρεμία που θα ακολουθήσει.

Αρθρο: Φώνη Τζιτζιμίκα