Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 60% των ενηλίκων και ένα στα τρία παιδιά στην Ευρώπη είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Με βάση αυτά τα ποσοστά, καταλαβαίνουμε ότι η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία παίρνουν διαστάσεις πανδημίας αποτελώντας μείζονα ζητήματα δημόσιας υγείας. Είναι γεγονός ότι η λέξη «δίαιτα» σηματοδοτεί για τους περισσότερους από μας αρνητικά συναισθήματα που σχετίζονται με τον περιορισμό, την καταπίεση και την έλλειψη ευχαρίστησης. Πολλοί ακολουθούν μια δίαιτα απώλειας βάρους για τρεις μήνες, για παράδειγμα, και νομίζουν ότι την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα θα ξεκινήσουν να τρώνε όπως πριν. Ωστόσο αυτή η αντίληψη της στέρησης θα πρέπει να αποκτά έδαφος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ξεκάθαρα όχι καθώς, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική γλώσσα, η λέξη «δίαιτα» σημαίνει τρόπος ζωής. Επομένως, μια υποθερμική δίαιτα θα πρέπει να έχει ως στόχο μακροπρόθεσμες αλλαγές στον τρόπο ζωής οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά στην κατάκτηση του επιθυμητού βάρους.
Ο ρόλος της δίαιτας στην αλλαγή του τρόπου διατροφής μας
Η συμπεριφορική θεραπεία παρέχει χρήσιμα εργαλεία για τη διευκόλυνση της αλλαγής των προτύπων διατροφής αλλά και της σωματικής δραστηριότητας. Οι αρχές της εφαρμόζονται με αλληλένδετο τρόπο, σύμφωνα με τη θεωρία της αυτορύθμισης. Αρχικά ο επιστήμονας υγείας και ο διαιτώμενος θέτουν από κοινού συγκεκριμένους εφικτούς στόχους με σκοπό την αλλαγή και την τροποποίηση της συμπεριφοράς. Η αυτοπαρακολούθηση της διαιτητικής πρόσληψης και των αλλαγών του σωματικού βάρους αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της παρέμβασης προσφέροντας κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο προς τη στοχοθεσία. Μάλιστα η τήρηση αρχείων έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης, που βοηθά τα άτομα να αναγνωρίζουν πρότυπα συμπεριφοράς και να στοχεύουν συγκεκριμένα στην αλλαγή. Στην περίπτωση που η πρόοδος προς ένα στόχο δεν είναι η βέλτιστη, ο διαιτολόγος καθοδηγεί τον διαιτώμενο στην αντιμετώπιση προβλημάτων, η οποία περιλαμβάνει την ανάλυση των εμποδίων και την εύρεση κατάλληλων λύσεων. Η συμπεριφορική θεραπεία μπορεί επίσης να ενσωματώνει στοιχεία της συνέντευξης κινητοποίησης για να στηρίζει τη δέσμευση ενός ατόμου για αλλαγή, καθώς και προσεγγίσεις που βασίζονται στην αποδοχή για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης συμμόρφωσης. Υποστηρίζεται ότι ο αντιλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς αποτελείται από δύο στενά συνδεδεμένες έννοιες: τον τόπο ελέγχου και την αυτοαποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, ο τόπος ελέγχου αντικατοπτρίζει τις πεποιθήσεις σχετικά με το αν τα αποτελέσματα της ζωής καθορίζονται από την ατομική συμπεριφορά και η αυτοαποτελεσματικότητα καταγράφει το βαθμό στον οποίο τα άτομα πιστεύουν ότι είναι ικανά να αναλάβουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Εκείνοι που θεωρούν πως οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή πηγάζει κυρίως από τις προσωπικές τους πράξεις έχουν μια εσωτερική θέση ελέγχου, ενώ όσοι αποδίδουν τα αποτελέσματα της ζωής κυρίως σε εξωτερικούς παράγοντες (π.χ., σε άλλους ανθρώπους, στη μοίρα ή την τύχη) έχουν μια εξωτερική θέση ελέγχου. Μελέτες αποδεικνύουν ότι όσοι διαθέτουν εσωτερική εστία ελέγχου έχουν αυξημένο κίνητρο απώλειας βάρους, υψηλότερο βαθμό προσκόλλησης σε μια δίαιτα, μακροχρόνια διατήρηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής και μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχούς συντήρησης της απώλειας κιλών. Τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι με εσωτερική θέση ελέγχου μπορούν να επεξεργάζονται πιο αποτελεσματικά πληροφορίες και ερεθίσματα από το περιβάλλον έτσι ώστε να είναι πιο συνεπείς στη λήψη κατάλληλων και διορθωτικών ενεργειών. Επομένως, η συμπερίληψη χαρακτηριστικών της προσωπικότητας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες σε μια προσπάθεια εξατομίκευσης της διατροφικής προσέγγισης και μεγιστοποίησης των αποτελεσμάτων παρέμβασης, ειδικά σε σχέση με μια μακροπρόθεσμη διαχείριση του βάρους. Μέσω της διαδικασίας αυτής, η ανάκτηση βάρους αποτρέπεται.
Αποφεύγουμε τις αυξομοιώσεις βάρους
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μετα-ανάλυση, η επονομαζόμενη «ανακύκλωση βάρους» αποτελεί σημαντικό δείκτη φθίνουσας υγείας, με τα αποτελέσματα να αναδεικνύουν κατά 45% υψηλότερη πιθανότητα θνησιμότητας από όλες τις αιτίες σε άτομα με συχνές αυξομειώσεις βάρους. Μία από τις πιθανές εξηγήσεις για αυτό το εύρημα είναι ότι οι διακυμάνσεις του βάρους συνδέονται με αρκετούς δείκτες μειωμένης καρδιομεταβολικής λειτουργίας που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας. Για παράδειγμα, συνδέονται με αυξημένη συγκέντρωση ινσουλίνης νηστείας, ανεβασμένα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης καθώς και με χαμηλότερο επίπεδο HDL-C. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η αντίληψη ότι η δίαιτα οδηγεί μερικούς ανθρώπους στην αύξηση βάρους. Ειδικότερα, έχει φανεί ότι σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος κάθε κύκλος απώλειας/ανάκτησης συνοδεύεται από περισσότερο σωματικό λίπος από αυτό που είχε χαθεί, με κύρια εναπόθεσή του στην κοιλιακή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι συστάσεις συνεχίζουν να επισημαίνουν ότι τα νορμοβαρή άτομα θα πρέπει να προσπαθούν να διατηρούν μακροχρόνια ένα σταθερό σωματικό βάρος, ενώ τα παχύσαρκα που προσπαθούν να χάσουν κιλά να είναι έτοιμα να δεσμευτούν σε διά βίου αλλαγές στα πρότυπα συμπεριφοράς, διατροφής και σωματικής δραστηριότητας με στόχο τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της απώλειας. Γενικά, επικρατεί η αντίληψη ότι σχεδόν κανείς δεν πετυχαίνει τη μακροχρόνια διατήρηση της απώλειας βάρους. Ωστόσο η έρευνα έχει δείξει ότι το 20% περίπου των υπέρβαρων ανθρώπων εμφανίζουν επιτυχημένη μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους, η οποία ορίζεται ως απώλεια τουλάχιστον 10% του αρχικού σωματικού βάρους και διατήρηση αυτής για τουλάχιστον ένα έτος.
Δεν ξεχνάμε την άσκηση και τη συνειδητή κατανάλωση τροφής
Να τονιστεί ότι οι πιο σημαντικές στρατηγικές για μια επιτυχή διατήρηση της απώλειας βάρους είναι η συμμετοχή σε υψηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, η τήρηση υποθερμικής και χαμηλής σε λίπος δίαιτας, η αυτοαξιολόγηση του σωματικού βάρους σε τακτική βάση, η διατήρηση σταθερού διατροφικού μοτίβου και, τέλος, η αναγνώριση και η επαναξιολόγηση των υποτροπών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το φαγητό και να μην ξεχνάμε ότι το κλειδί της επιτυχίας κρύβεται στη συνειδητή κατανάλωσή του, η οποία αποτελεί σπουδαίο αρωγό αντιμετώπισης της δυσπροσαρμοστικής διατροφικής συμπεριφοράς.
Στο άρθρο συνεργάστηκε η Ελένη Βλασταρίδου, διαιτολόγος-διατροφολόγος, πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου.