Φυτό συγγενικό της ρίγανης με πολλά μικρά και μυρωδάτα φύλλα. Τα άνθη του έχουν χρώμα λευκό ή ρόδινο, εμφανίζονται από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο και έχουν τη μυρωδιά της λεβάντας. Είναι επίσης ανθεκτικό στο κρύο και πολλαπλασιάζεται με σπόρους που φυτεύονται την άνοιξη ή το φθινόπωρο.
Κατά την αρχαιότητα, οι Έλληνες το αποκαλούσαν η «χαρά του βουνού», καθώς λέγεται ότι η Θεά Αφροδίτη τους το χάρισε φυτεύοντας το στον Όλυμπο. Ήταν το σύμβολο της ευτυχίας και της αρμονίας. Παράλληλα, το χρησιμοποιούσαν και ως ερωτικό φίλτρο.
Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε ως αντισηπτικό, ο Διοσκουρίδης ως τονωτικό και ο Γαληνός ως χωνευτικό.
Τότε, το ονόμαζαν αμαράκιο, αμαρακίνον ή σαμψύχινον. Το όνομα το πήρε από τον βοτανολόγο Αμάρακο, τον γιο του Κύπριου βασιλιά Κινύρα και ιερέα του ναού της Θεάς Αφροδίτης.
Πολλά γράψαμε όμως, ας το πάρει το ποτάμι. Το αμαράκιο είναι η γνωστή σε όλους μας σήμερα, μαντζουράνα.
Είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά, όπως οι πολυφαινόλες, σε βιταμίνες του συμπλέγματος B συγκεκριμένα και σε φυτικές ίνες, που βοηθάνε στη ρύθμιση της πέψης, στην καλή λειτουργία του στομάχου και εν γένει του γαστρεντερικού συστήματος.
Γι’ αυτό και το ρόφημα της μαντζουράνας έχει συνδεθεί με την ανακούφιση από τον στομαχόπονο, τη δυσπεψία και τη δυσκοιλιότητα.
Ωστόσο, η κατανάλωσή τής θέλει προσοχή. Βασικά, θέλει μέτρο. Παρά την αναλγητική και ηρεμιστική της δράση, η μαντζουράνα σε μεγάλες δόσεις μπορεί να έχει παρενέργειες, όπως ζάλη, ναυτία, ενοχλήσεις στο πεπτικό σύστημα.
Εκτός από αφέψημα, η μαντζουράνα χρησιμοποιείται και ως μπαχαρικό με τα φύλλα της να χαρίζουν νοστιμιά στο κρέας και στο ψάρι.
Τέλος, θα τη συναντήσεις και με τη μορφή του αιθέριου ελαίου για αντισηπτική και αντισπασμωδική χρήση