Έχει μια τίγρη μέσα του! Το νιώθεις ακόμη κι αν δεν έτυχε ποτέ να ακούσεις το ομώνυμο τραγούδι του. Φταίει το βλέμμα του αιλουροειδούς, η χαίτη που ανεμίζει απόκοσμη, η κίνηση που έχει σπιρτάδα παράταιρη με τα χρόνια. Μα πιο πολύ φταίει η στάση μίας ολόκληρης ζωής που αρνείται να συμβιβαστεί με τα … επιτρεπόμενα και τα προκαθορισμένα.
Ο Αντώνης Ξυλούρης, Ψαραντώνης κατά κόσμον, είναι ένας ακούραστος ροκάς. Οι φήμες λένε πως σκαρώνει κάτι ήδη σ’ αυτή την κατεύθυνση με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κι ίσως εκεί να βρίσκεται η αιτία που είναι πάλι … ανήσυχος.
“Έχω κι εγώ την αγωνία μου” μου είπε και μισόκλεισε τα μάτια σαν κάτι να προσπαθούσε να οραματιστεί. Θυμάμαι συνειρμικά ότι στην ταινία “Γκρέκο” του Γιάννη Σμαραγδή τον είδα για πρώτη φορά να παίζει λύρα με τα μάτια ανοιχτά, κοιτώντας τον φακό. «Κλείνω τα μάτια, πράγματι, όταν τραγουδώ, μου εξηγεί. Έχω ανάγκη από τα δικά μου τοπία και την θωριά τους, για να παίξω λύρα. Στον Γκρέκο όμως αυτό δεν χρειάστηκε. Το τοπίο γύρω μου ήταν από εκείνα που κατέχω καλά κι έχουν Θεό μέσα τους. Έβλεπα όρη και μέρη γνώριμα. Φύση και αρμονία. Κι η μουσική τέτοια πράματα θέλει. Απλά και σύνθετα συνάμα. Όπως ο ήχος που ‘χει το βουητό του ανέμου ή η θάλασσα όταν είναι κυματιστή. Αυτοί οι ρυθμοί είναι ο Θεός».
Η κουβέντα μας φτάνει στα ταξίδια του στην Ευρώπη. Πήγε πρόσφατα στην Κολωνία και νωρίτερα καλεσμένος του Ελληνικού προξενείου, να παίξει λύρα στις εκδηλώσεις που έγιναν στο Μόναχο, την Φρανκφούρτη και την Στουτγάρδη για τον Νίκο Καζαντζάκη. «Συνάντησα εκεί ένα κοινό που παρακολουθεί ευλαβικά και σέβεται την κρητική παράδοση. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Πηγαίνω στα Φεστιβάλ του εξωτερικού και μαθαίνω πόσο λατρεύουν οι ξένοι τον τόπο μας. Σκέφτονται την Ελλάδα και ειδικά την Κρήτη με δέος και θαυμασμό. Πάνε με ευλάβεια στα μέρη μας σαν να προσκυνούν. Εμείς αντίθετα, δεν μάθαμε να βλέπουμε τον τόπο μας έτσι. Ποιος φταίει; Αυτοί που δεν προστάτευσαν τον πολιτισμό και την ιστορία μας. Κι όποιος δεν υπερασπίζεται την παράδοση του τόπου του, κατά πως πρέπει, είναι προδότης».
Έχει ένα βλέμμα αυστηρό και θυμωμένο. Οι κουβέντες του είναι κοφτές και .. στρογγυλές. Προσπαθώ να αποφύγω την τετριμμένη κουβέντα για τον ευτελισμό της μουσικής. Εκείνος όμως αρχίζει μία χειμαρρώδη αφήγηση: “Ξέρεις ποιος έπαιξε πρώτος το δοξάρι στον κόσμο; Ο Δίας. Και ξέρεις πώς έγινε; Κατέβηκε ως ξένος από τον Ψηλορείτη στον κάμπο, που έβοσκαν τα πρόβατα και εκεί τον αντίκρισε ο πρώτος βοσκός, ο καλύτερος τραγουδιστής και ο καλύτερος μουσικός. Φιλόξενος ο ποιμένας ρωτάει: «ξένε, πού πας; Είσαι κουρασμένος, σκεφτικός».
Ξαναγράφουμε την ιστορία των Oskar -Οι λάθος απονομές, οι αδικίες κι οι φυλετικές διακρίσεις
Του λέει ο Δίας -γιατί ο Δίας ήταν- «το μέρος μπροστά μου έχει ακόμα πολύ δρόμο». Ο βοσκός τον καλεί αυθόρμητα στο μιτάτο του να τον φιλέψει και να τον ψυχαγωγήσει με τα τραγούδια του. Ώρα μετά –κι αφού ξαπόστασε- του λέει ο ξένος «εγώ, αδελφέ μου, είμαι ο Δίας». Σαστίζει ο βοσκός και αποκρίνεται: «Μα τότε, δεν μπορώ να σου τραγουδήσω γιατί η δύναμη που βλέπω στο πρόσωπό σου είναι μεγαλύτερη κι απ’ αυτή που ‘χει το τραγούδι μου». Ο Δίας γελά ικανοποιημένος και γίνεται μεγαλόψυχος: «Θα σου δώσω κι εσένα δύναμη γιατί σου πρέπει. Θα σου φτιάξω ένα όργανο να το παίζεις και να μαγεύεις ζώα, πουλιά και ανθρώπους». Και βγάζει από τη βούργια ένα καβούκι χελώνας, βάζει κέρατα της αίγας από πάνω, κόκαλα από κάτω, βάζει τις χορδές και φτιάχνει το δοξάρι από την τρίχα του τράγου. Του παραδίδει τη λύρα στα χέρια του και του δείχνει πώς να παίζει με το δοξάρι. Ο βοσκός δεν είχε ξανακούσει πιο ωραίο ήχο στη ζωή του. Απ’ τις δονήσεις των χορδών τού ‘ρθε να τραγουδήσει. Και τραγούδησε.
Steve Jobs: Το απόλυτο ίνδαλμα της τεχνολογίας του 21ου αιώνα κι η ιστορία του
Ο Δίας έφυγε να πάει στον προορισμό του. Ο φτωχός βοσκός συνέχισε να δονεί τις χορδές και να τραγουδάει, και έμαθε να παίζει και γύριζε την Κρήτη και έβγαινε ο κόσμος και τον άκουγε. Κι από κει πήγε σε άλλους λαούς η λύρα και η τέχνη της. Τη μουσική, παιδί μου, την έστειλαν οι θεοί. Και δεν της πρέπει να την κακοποιήσουν οι άνθρωποι».
Παρατηρώ τα χέρια του. Κινούνται διαρκώς όση ώρα αφηγείται, λες και τεντώνουν δοξάρι σε μία αόρατη λύρα. Και σαν να μαντεύει την σκέψη μου λέει γελώντας: «Ήμουν κοπέλι και κρατούσα τον τοίχο ακόμη για να σταθώ, αλλά την λύρα του Ψαρονίκου την γρατζουνούσα σε κάθε ευκαιρία. Από τότε δεν θυμάμαι να σκέφτηκα ποτέ την ζωή μου χωρίς αυτήν. Αν για κάποιο λόγο μου την στερούσαν, θαρρώ πως θα ‘μουν ικανός να μπω στα οργανοποιεία και να κλέβω λύρες».
Σκέφτομαι πόσοι θυμούνται ότι ο άνθρωπος που ‘χω απέναντί μου έπαιξε στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του εξωτερικού πλάι στους σύγχρονους θρύλους της μουσικής: τον Nick Cave, την Joanna Newsom, την Mary Margaret O’Hara και τους Dirty Three. Δεκαετίες πριν στους αγώνες κρητικής λύρας που έγιναν στα Ανώγεια, ήταν ο άνθρωπος που έκανε τον Μάνο Χατζηδάκι να δακρύσει με τις μελωδίες του. Τον έλεγαν για χρόνια «Τζίμυ Χέντριξ της κρητικής μουσικής» κι εκείνος επέμενε να αυτοσχεδιάζει κάθε φορά επί σκηνής, με αποτέλεσμα κανένα του τραγούδι να μην ακουστεί δύο φορές με τον ίδιο ακριβώς ήχο. «Τέχνη κάνει όποιος έχει το χάρισμα. Κι αν το ‘χεις είναι άδικο να γίνεσαι μονότονος. Η Τέχνη είναι σαν την φύση. Δεν έχει ολόιδια σχέδια. Μοιάζουν, αλλά δεν επαναλαμβάνονται».
Κάτι ανάλογο δεν είπε κι ο Φερνάντο Πεσόα; “Προσπαθώ σκληρά να μην είμαι το ίδιο πράγμα πάνω από τρία λεπτά στη σειρά, γιατί κάνει κακό στην υγιεινή της αισθητικής”.
M.K.
Διαβάστε ακόμη: