Μία μοίρα περίεργη καθόρισε η δημοσιότητα της τελευταίας εβδομάδας να καταλήξει σε τραγωδία στην περίπτωση του Παντελή Παντελίδη. Ξαναδιαβάζοντας όσα ο ίδιος έλεγε στην τελευταία του συνέντευξη αποκρυπτογραφείς εύκολα την εικόνα ενός ανθρώπου σε πλήρη αρμονία με τα ζητούμενά του. Ο Παντελής έδωσε την συνέντευξη αυτή πριν δύο μήνες στο Down Town και ενώ βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη για τις εμφανίσεις του στην «Πύλη Αξιού». « Η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό που συμβαίνει δεν το ζω έτσι όπως θα μπορούσε να το ζήσεις κάποιος» είπε μιλώντας στο περιοδικό, ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Είμαι ικανοποιημένος με όλα, δεν ζηλεύω τίποτα. Ούτε υλικά αγαθά. Δεν άλλαξα ας πούμε το αυτοκίνητό μου. Και τα λεφτά θα τα σκορπίσω με φίλους. Όταν πάμε σε μια ταβέρνα ή βγούμε για ποτό, εγώ θα κεράσω».
Η συνέντευξη:
Θεσσαλονίκη, βράδυ Σαββάτου. Ο Λευκός Πύργος χάνεται στο βάθος, πίσω, και η κατεύθυνση είναι προς τα παλιά Σφαγεία. Η Ερμιόνης, μπροστά στην Πύλη Αξιού, είναι ακόμη άδεια. Σε μία εβδομάδα τέτοια ώρα, όλα θα είναι διαφορετικά. Αυτοκίνητα, μηχανάκια, τζιπ με αναμμένα alarm, φωνές, συνεννοήσεις, αναψοκοκκινισμένα αγόρια, μαυροντυμένα κορίτσια, παρκαδόροι-ζογκλέρ και ο πάγκος με τα «βρόμικα» στη γωνία. Σαν να το έχω δει ξανά, καρέ καρέ. Η μεγάλη νύχτα του Σαββάτου θα έχει μόλις ξεκινήσει. «Έχετε κάνει κράτηση; Πόσα άτομα; Περάστε!»
Η εξ αναβολής πρεμιέρα στην Πύλη Αξιού είναι προγραμματισμένη για αύριο, Παρασκευή τελικά. Ο Παντελής έχει φτάσει στη Θεσσαλονίκη από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας. Μένει ακριβώς απέναντι, στο The Met Hotel. «Ερχόμαστε κατά τις 23:00 στο καμαρίνι. Θέλει να μπει στο κλίμα» μου λέει ο Γιάννης, που είναι πάντα δίπλα του στο μαγαζί, αλλά και στην παρέα. «Παίζει κάνα καινούργιο τραγούδι στην κιθάρα, ετοιμάζεται, τα λέμε και, κατά τη 1.00 βγαίνει», λέει ο Χάρης Λεμπιδάκης, που είναι κι αυτός κοντά του.
Ο Παντελής -με αθλητική φόρμα και ξυπόλυτος- είναι καθισμένος οκλαδόν στον καναπέ του καμαρινιού του. «Mε τους ξένους είναι πάντα λίγο πιο κλειστός», με προειδοποιεί ο Γιάννης, «αλλά με τους δικούς του είναι έτσι όπως τον βλέπεις». Δεν συναντιόμαστε πρώτη φορά. τον έχω δει πολλά βράδια στην Αθήνα -και στην πίστα και μετά στα καμαρίνια-, αλλά φαίνεται και πάλι σχεδόν ντροπαλός, λίγο αμήχανος μέχρι να αισθανθεί ασφάλεια και να συγκεντρώσει το βλέμμα του στα μάτια μου.
Όταν τραγουδάς στην πίστα, κοιτάς τον κόσμο κάτω;
«Ναι, τους βλέπω. Ψάχνω να βρω τους γνωστούς μου, βέβαια, για να νιώσω οικεία. Αλλά επειδή κάνω τέτοιο πρόγραμμα, δηλαδή, δεν τραγουδάω ένα ολόκληρο τραγούδι, να σταματήσω, να χειροκροτήσουν και μετά να πάω στο επόμενο -το πηγαίνω… μπάλα όλο το πρόγραμμα-, δεν προλαβαίνω και πολύ να δω ποιος μιλάει με ποιον. Θα τους χαιρετίσω βέβαια, αλλά αυτό που με νοιάζει εκείνη την ώρα είναι να σηκωθεί όλο το μαγαζί όρθιο. Στο δεύτερο-τρίτο τραγούδι, να είναι όλοι στον αέρα. Πάντα έχω πολύ άγχος προτού βγω. Απλώς, είναι και τέτοια τα τραγούδια μου που ξέρεις ότι μάλλον θα γίνει το κόλπο, εννοώ από κάτω με τον κόσμο. Εντάξει, μου έχει συμβεί και κάποιες νύχτες να είναι το μαγαζί πιο απαλό κι εγώ θέλω να το δω όλο όρθιο. Μέχρι το πατάρι».
Ποιον ανταγωνίζεσαι δηλαδή;
«Τον εαυτό μου. Και τον ανταγωνίζομαι και στα τραγούδια μου. Γιατί εγώ τα γράφω όλα, στίχους και μουσική. Και όλο αυτό πρέπει να το κάνω μόνος μου».
Τώρα, προτού βγεις, παίζεις με την κιθάρα για να ζεστάνεις τη φωνή σου;
«Δεν το κάνω για να τη ζεστάνω, ούτε ξέρω πώς ζεσταίνεται η φωνή. Όλη μέρα μιλάω, τραγουδάω, δεν κάνω αφωνία, δεν προσέχω τη φωνή μου. Έτσι γεννήθηκα. Δεν έχω πάει ποτέ σε ωδείο».
Αισθάνεσαι κόμπλεξ που δεν έχεις πάει σε ωδείο;
«Μου αρέσει να διαπιστώνω μέχρι πού φτάνουν τα όριά μου, χωρίς να με έχει βοηθήσει κανένας. Γενικά, δεν μου αρέσει να με βοηθάνε».
Αυτοδίδακτος και στην κιθάρα;
«Ναι, τελείως. Ήμουν 12 χρόνων και είπα στους γονείς μου να μου αγοράσουν μια κιθάρα. Με το που την έπιασα στα χέρια μου, δεν την άφησα ποτέ. Έπαιζα δύο ώρες κάθε μέρα και μετά, στο Πολεμικό Ναυτικό που ήμουν, συνέχεια πάνω στο καράβι. Αυτοσχεδίαζα, κοίταζα φίλους μου που έπαιζαν, παρακολουθούσα τηλεόραση και έμαθα εμπειρικά. Άκουγα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο και προσπαθούσα να το παίξω στην κιθάρα. Το σιγοτραγουδούσα. Και βέβαια, ήμουν το παιδί στο σχολείο που ήταν με την κιθάρα στις γιορτές και στην πενταήμερη, στη γαλαρία».
Αυτό δεν άρεσε στα κορίτσια;
«Ε, εντάξει, αλλά όλο το σχολείο μαζευόταν. Πήγαινα σε δημόσιο, στη Νέα Φιλαδέλφεια».
Καλός μαθητής;
«Καλός, όχι σπασίκλας. Πήγαινα και για ποδοσφαιριστής τότε. Μετά το ποδόσφαιρο, που τελικά δεν μπόρεσα να συνεχίσω, το επόμενο που ήρθε ήταν στρατιωτικός για δέκα χρόνια. Αλλά δεν άφησα ποτέ το τραγούδι. Το είχα ως χόμπι. Και μέρα με τη μέρα, βελτιωνόμουν, έπαιζα σε παρέες, ώσπου κάποια στιγμή ένα μαγαζί μου ζήτησε να εμφανιστώ. Μου είπαν: Δεν έρχεσαι εδώ στην καφετέρια να μαζευτεί κόσμος; Και έγινε χαμός. Ήταν πολύ ωραία. Από εκείνη τη μέρα, με το που έκανα ένα live σε μια καφετέρια, με πήραν πέντε καφετέριες, στο δεύτερο live άλλες 20 και μετά από την Κύπρο, από τη Γερμανία και κάπως έτσι έγινε. Κάθε φορά που έγραφα τραγούδι το ανέβαζα στο youtube -έβαζα ένα φίλο μου γιατί εγώ δεν ήξερα- και σιγά-σιγά άρχισα να αποκτώ κοινό».
Ακούγεσαι πολύ σεμνός και προσγειωμένος.
«Η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό που συμβαίνει δεν το ζω έτσι όπως θα μπορούσε να το ζήσεις κάποιος».
Πώς δηλαδή;
«Να είμαι ξετρελαμένος, να μην πατάω στη γη. Επειδή θέλω αυτό να κρατήσει για άλλα δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, λέω καλύτερα να μην έχω στο μυαλό μου την επιτυχία. Η μεγαλύτερή μου χαρά είναι ότι οι δίσκοι μου έχουν τραγούδια μου. Χαίρομαι που θα κάτσω με τους φίλους μου και θα τους παίξω. “Να, για άκου τι έβγαλα” και έπειτα από τρεις μήνες θα το ακούμε στο ραδιόφωνο».
Τα τραγούδια τα προβάρεις πρώτα στους φίλους σου.
«Πάντα. Και στους γονείς μου. Παίρνω απόψεις. Αν και έχω ένστικτο. Μόλις γράψω κάτι, ξέρω αν θα γίνει επιτυχία.
Και με τους ανθρώπους το ίδιο. Ξέρω από τα πρώτα πέντε λεπτά ποιος είναι καλός. Επειδή μάλλον έχω γνωρίσει πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους -ποδοσφαιριστές, στρατιωτικούς, τραγουδιστές- και από τη νύχτα που δουλεύω».
Έχεις αδέλφια;
«Ναι, δύο. Έναν δύο χρόνια μικρότερό μου, 30 χρόνων και τον μικρό, που είναι δεκατριών και πάει σχολείο. Ο μεγαλύτερος είναι στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ, στη Νέα Ιωνία, με τους γονείς μου».
Και πώς διαχειρίζονται οι δικοί σου την επιτυχία που έχεις;
«Χαρούμενοι είναι. Πολύ. Έρχονται στο μαγαζί, είναι κοντά μου. Αλλά είναι σαν κι εμένα. Δεν είναι ότι θα βγουν έξω και θα καμαρώνουν ότι… είμαι η μάνα του Παντελίδη ή ο αδελφός του Παντελίδη. Είναι πολύ προσγειωμένοι, πολύ χαμηλών τόνων. Η αλήθεια είναι ότι όλα ξεκινάνε από την οικογένεια. Πάντα μου έλεγαν: “Εσύ τη δουλειά σου και μην τρελαίνεσαι”».
Δεν είχαν ενστάσεις του τύπου «Πού πας να μπλέξεις στη νύχτα βρε παιδί μου!»;
«Όχι. Ζούμε στο 2015 και είμαι μεγαλωμένος στην Αθήνα. Οι γονείς μου είναι μικροί σε ηλικία, πενηντάρηδες. Φαντάζομαι αυτό ίσως να συνέβαινε αν ήταν πολύ μεγαλύτεροι ή αν έμενα στην επαρχία, που είναι αλλιώς τα πράγματα. Ξέρουν και το παιδί τους και δεν ανησυχούν».
Από πού κατάγεστε;
«Πρόσφυγες από τη Μικρασία ήταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου. Το επώνυμο του παππού μου ήταν Μιντίκογλου -σημαίνει καβαλάρης- και επειδή λεγόταν Παντελής το έκαναν Παντελίδης. Μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, στην ίδια γειτονιά με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εκεί έχω μεγαλώσει κι εγώ. Από τις ίδιες περιοχές είμαστε. Ξέρεις, όσοι ήρθαν στη Νέα Ιωνία κατάγονταν από δύο γειτονικές περιοχές της Μικράς Ασίας, την Ισπάρτα και την Αλάγια. Οι Αλαγιαλήδες και οι Σπαρταλήδες. Και ο Καζαντζίδης από εκεί ήταν».
Από πού παίρνεις έμπνευση για τα τραγούδια σου;
«Από την κάθε μέρα, ό,τι μου κάνει κλικ. Μπορεί να είναι κάτι ερωτικό, μπορεί από κάποιο φίλο μου που έχει στενοχωρηθεί. Σίγουρα με επηρεάζει περισσότερο ένα λυπηρό συναίσθημα. Ποτέ δεν γράφω χαρούμενος τραγούδι, δεν το έχω ανάγκη. Όταν είμαι στενοχωρημένος μου έρχεται. Όταν είμαι χαρούμενος θέλω να πάρω τους φίλους μου παρέα να διασκεδάσουμε».
Πόσοι φίλοι είστε;
«Δέκα, δεν είναι πολλοί. Είναι πέντε από τη Νέα Ιωνία και άλλοι πέντε που τους γνώρισα όταν άρχισα να τραγουδάω».
Είστε λίγο σαν συμμορία;
«Ναι, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και γουστάρουν. Και το πιο σημαντικό είναι ότι κανένας τους δεν έχει κανένα συμφέρον από μένα, δεν μου έχει ζητήσει ποτέ και κανένας τίποτα».
Πώς το διαφυλάσσεις αυτό;
«Ούτε να με κοροϊδέψεις είναι εύκολο ούτε να με προσεγγίσεις για άλλους λόγους και να μην το καταλάβω. Καταλαβαίνουν πως καταλαβαίνω ποιος με προσεγγίζει και γιατί».
Είναι εύκολο;
«Εκτός πίστας, δεν κουβαλάω τον τραγουδιστή πάνω μου. Δηλαδή, με το που τελειώνω το πρόγραμμά μου, είμαι ένας κανονικός άνθρωπος, ο Παντελής που ξέρουν οι δικοί μου άνθρωποι. Έτσι θέλω να ‘μαι. Το άλλο είναι πόλεμος. Ανεβαίνω πάνω για να κερδίσω και δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Στο καμαρίνι μετά, δεν θα το παίξω κάπως, δεν θα έχω το ύφος του τραγουδιστή. Υπάρχουν πολλοί που κουβαλάνε τον τραγουδιστή σε όλη την καθημερινότητά τους, που είναι σταρ. Εγώ, με το που κατεβαίνω, είμαι… τίποτα».
Δεν σε παίρνει νομίζεις ή δεν θέλεις;
«Όχι, δεν θέλω. Εντάξει, γιατί και μυστήριος θα μπορούσα να είμαι, με τα μαύρα γυαλιά και τα σχετικά, αλλά δεν θέλω. Θέλω να βάλω τη φόρμα μου και να κάτσω στο καμαρίνι με τους φίλους μου. Όπως στην τραπεζαρία του σπιτιού μου. Έρχεται μετά ο κόσμος, πολύ ευγενικά και ωραία, να με αγκαλιάσει, να βγάλουμε φωτογραφίες».
Και τα κορίτσια;
«Ε, τι τα κορίτσια;»
Πώς αντιδρούν;
«Με μια αγκαλιά, ένα φιλί».
Δεν θέλουν τίποτα περισσότερο;
«Δεν ξέρω τι θέλουν… Σου λέω τι κάνουν».
Δεν σου δίνουν το τηλέφωνό τους, για παράδειγμα, για να βρεθείτε;
«Όχι».
Γιατί; Δεν το επιτρέπεις;
«Δεν έχω καμιά ταμπέλα απέξω που να γράφει “Μη δίνετε τηλέφωνα”, αλλά φαίνεται δεν τους βγαίνει. Εντάξει με φλερτάρουν, αλλά δεν μου έχει τύχει να μου ζητήσουν να μείνουμε λίγο μόνοι και τα σχετικά».
Δεν μπορεί δηλαδή να είναι το κορίτσι σου μια κοπέλα που σε έχει δει στην πίστα και έρχεται μετά να σε γνωρίσει από κοντά;
«Φυσικά, αλλά δεν θα κάνω ποτέ τίποτα στο καμαρίνι. Ούτε φλερτάρω από την πίστα γυναίκες. Δεν θα το εκμεταλλευτώ. Θεωρώ ότι είναι λάθος. Δεν μου αρέσει να κοιτάω γυναίκες που βρίσκονται σε μια παρέα με άντρες. Αυτό συμβαίνει συνήθως επειδή δεν μου αρέσει να κοιτάω μια γυναίκα που έχει πιθανότητες να είναι κάποιου άλλου».
Στην εικόνα σου, γιατί δεν δοκιμάζεις κάποιες αλλαγές;
«Έτσι ήμουν πάντα, με γένια. Μου αρέσει να είμαι αξύριστος».
Δεν παίρνεις τη γνώμη κάποιου;
«Όχι, εγώ τους λέω, για παράδειγμα: “Θέλω να μου σηκώσεις το μαλλί, εδώ μπροστά, όρθιο, να μου φτιάξει η ψυχολογία”. Και αυτό το κάνω προκειμένου, αν πάει κάτι λάθος, να μη ρίξω σε άλλον την ευθύνη».
Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο Marlboro light, μου δείχνει στην ντουλάπα το total black κοστούμι που θα φοράει στο πρώτο πρόγραμμα, περιγράφει ότι έχει ήδη στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο εργένικο σπίτι του, στο Πανόραμα Βούλας και ρωτάει αν έστειλαν στον φίλο του Αντώνη Ρέμο το δώρο για τη βάφτιση της κόρης του. «Το αστείο είναι που του είπε ο Ζουγανέλης ότι η Ελένη πήρε τη φωνή της Υβόννης και τη φάτσα του Αντώνη!» λέει γελώντας. Μέχρι τι ώρα θα τραγουδάει στο μαγαζί; «Μέχρι τις 6.00. Μετά συνήθως πάω για ύπνο, εκτός αν βγω με την παρέα μου για κάνα ποτό. Δεν είναι δηλαδή ότι θα κοιμηθώ έως το βράδυ και μετά θα σηκωθώ για να τραγουδήσω. Θέλω να ζήσω όλη τη μέρα». Είναι η πρώτη φορά που ξεκινάει τη σεζόν από τη Θεσσαλονίκη. Από τον Φεβρουάριο, θα συνεχίσει στην Αθήνα, στο Teatro, μαζί με τη Δέσποινα Βανδή. Ο Χάρης Λεμπιδάκης θυμάται την πρώτη φορά που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη το 2013 με το σχήμα Καρράς-Πάολα- Παντελίδης: «Ήταν απίθανο! Πετούσαν λουλούδια και ανθρώπους στην πίστα!».
Παντελή, έχεις έρθει σε δύσκολη θέση με αυτό που γίνεται στο κλείσιμο της σεζόν, που πετάνε τους καναπέδες, τα τραπέζια και τα μαξιλάρια στην πίστα;
«Το κάνουμε για πλάκα. Γιατί είμαστε μεταξύ μας όλο το μαγαζί και γνωριζόμαστε. Δεν με ενοχλεί αν θέλει ο άλλος να σπάσει το τραπέζι του. Δεν πετάνε πράγματα σε μένα. Παλιά έσπαγαν πιάτα. Κάπως πρέπει να ξεσπάσει ο κόσμος. Ουσιαστικά, δείχνουμε ότι φεύγουμε από το μαγαζί. Θυμάσαι πώς γινόταν παλιά στα σχολεία, που καίγαμε τα βιβλία και πετάγαμε τα θρανία; Ε, αυτό ακριβώς. Ότι δηλαδή τελειώσαμε και φεύγουμε».
Και πώς έχεις νιώσει;
«Για να είναι εκεί στο κλείσιμο, πάει να πει ότι έχουν έρθει γιατί με αγαπάνε».
Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι όλα τα σχόλια κολακευτικά!
«Ε, ναι, δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους. Όταν γίνονται και κακά σχόλια, τα ακούω. Απλώς πάντα θα προσπαθήσω να τα φιλτράρω, αν έχουν δόση αλήθειας ή αν είναι κακοπροαίρετα».
Έχεις καταλάβει ότι έχεις γίνει σημείο αναφοράς;
«Δεν με ενοχλεί τίποτα που προέρχεται από ανθρώπους τους οποίους δεν γνωρίζω».
Μα πώς ελέγχεις τα συναισθήματά σου;
«Θα με πειράξει όταν ένας φίλος μού κάνει κάτι».
Δεν σε αγγίζουν τα δημόσια σχόλια;
«Θα πουν κακά πράγματα για σένα, για παράδειγμα, εκατό άνθρωποι; Αλλά όταν έχεις στο μυαλό σου αυτό το ένα εκατομμύριο, ας πούμε, που σε αγαπάει και τρελαίνεται πώς να δώσεις βάση στους εκατό;».
Εκατό, αλλά μπροστά σε μικρόφωνα, κάμερες, στο Διαδίκτυο…
«Δεν επηρεάζουν νομίζω τον κόσμο, τον πωρώνουν περισσότερο.
Να σου δώσω να καταλάβεις, ακόμα και ο Ζαχαράτος, που είναι πολύ ταλαντούχος και μου αρέσει πολύ, έκανε κάτι που δεν το έχει ξανακάνει στη ζωή του, αν και έχει μιμηθεί πολλούς και μερικούς υπερβολικά. Το ένιωσε από την αγάπη του κόσμου και ζήτησε συγγνώμη, γιατί από μόνος του κατάλαβε. Είναι νομίζω τόσος πολύς ο κόσμος που με αγαπάει, που μπορεί να με υποστηρίξει».
Δεν έχεις κανένα αδύνατο σημείο;
«Όχι, αλλά αυτό έχει να κάνει και με το ότι ήμουν και δέκα χρόνια στρατιωτικός. Είναι εύκολη δουλειά νομίζεις; Πρέπει να αντέξεις και σκληρότητα, και προσβολές, και τσαμπουκάδες, και ψαρώματα. Όταν τα έχεις ζήσει αυτά δέκα χρόνια, τι να σε πειράξει που βγήκε ένας σε ένα κανάλι και είπε: “Ποιος Παντελίδης;”».
Παίζεις μπάλα ακόμα;
«Όχι, γιατί δεν μπορώ όπως μπορούσα. Έπαιζα επιθετικός, πολύ καλή μπάλα και μόλις παίξω ξανά ξέρω ότι θα στενοχωρηθώ. Το κορμί μου δεν πάει να κάνει αυτά που σκέφτεται το μυαλό μου. Αλλά βλέπω τα μεγάλα ματς της ομάδας μου (είμαι ΑΕΚτζής) και κάποια ευρωπαϊκά.
Στο γήπεδο πας;
«Όχι, γιατί με το που θα φωνάξω σε κάποιο γκολ, έκλεισε η φωνή μου. Δεν αντιλαμβάνεσαι εκείνη τη στιγμή πόσο δυνατά φωνάζεις, γι’ αυτό φεύγουν οι μισοί βραχνιασμένοι μετά το γήπεδο. Την τελευταία φορά που πήγα, ήταν στο ΑΕΚ – Ολυμπιακός, μες στη βροχή. Πήγαμε με τρία παπάκια με τους φίλους μου, το είδαμε από τη σκεπαστή. Ποτέ δεν πάω στο γήπεδο με το στιλ “ξέρεις, είμαι ο Παντελίδης”. Έτσι περνάω ωραία».
Κρυφοκοιτάς την απλή ζωή;
«Θέλω να κάνω όλα αυτά τα πράγματα που έκανα προτού γίνω γνωστός και το θέμα της αναγνωρισιμότητας να έχει να κάνει μόνο με τη δουλειά μου. Δεν θέλω να αλλάξει η καθημερινότητά μου. Εμένα μου φαίνεται πολύ παράξενο όταν με ρωτάει κάποιος “πώς και δεν την έχεις ψωνίσει;”. Γιατί να την ψωνίσω; Να νιώσω ανώτερος
από αυτό που ήμουν πριν; Ή να αρχίσω με αυτούς που χαιρετιόμασταν και μιλούσαμε πριν να τους το παίζω σταρ; Αυτό είναι που μου φαίνεται παράξενο. Το να αλλάξεις και όχι το να μην αλλάξεις».
Τη Δευτέρα είχες γενέθλια. Έκλεισες τα 32. Πώς αισθάνεσαι;
«Αισθάνομαι πιο ώριμος από ποτέ, που λένε (γέλια). Αν και εμείς οι άντρες δεν ωριμάζουμε ποτέ. Είμαστε πάντα παιδιά».
Σε δέκα χρόνια, πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου;
«Αντί για 70 τραγούδια, θα έχω 500! (γέλια) Εντάξει, αν ρωτάς αυτό να σου πω ότι θέλω να κάνω οικογένεια, αλλά προς το παρόν είμαι εργένης».
Αισθάνεσαι φαινόμενο;
«Όχι».
Δεν το λέω με την κακή έννοια..
«Όχι, κατάλαβα. Ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Ρονάλντο που τον έλεγαν “φαινόμενο”. Δεν με προβληματίζει ο χαρακτηρισμός, απλώς το προς τα πού πηγαίνει. Ότι γράφω στίχους, μουσική και τραγουδάω, αυτό ίσως είναι κάτι ξεχωριστό, αλλά ότι είμαι κάτι ιδιαίτερο δεν νομίζω ότι μου ταιριάζει».
Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
«Τίμιος, αυτή τη λέξη θα διάλεγα».
Αν γύριζες τον χρόνο πίσω;
«Πάλι την ίδια διαδρομή θα ακολουθούσα, γιατί αυτή η διαδρομή είναι που μπορεί και με κρατάει έτσι, να μην τρελαίνομαι από την επιτυχία. Μπορεί, αν είχα γνωρίσει την επιτυχία στα είκοσί μου αντί στα τριάντα, να είχα καταστραφεί».
Θα ήθελες να είσαι πιο ψηλός;
«Μια χαρά είμαι: 1,80. Για ποδοσφαιριστής, ήμουν πολύ ψηλός.
Αν ήθελα κι άλλο, θα με τράβαγα. (γέλια) Θα έβρισκα τον τρόπο. Είμαι ικανοποιημένος με όλα, δεν ζηλεύω τίποτα. Ούτε υλικά αγαθά. Δεν άλλαξα ας πούμε το αυτοκίνητό μου. Και τα λεφτά θα τα σκορπίσω με φίλους. Όταν πάμε σε μια ταβέρνα ή βγούμε για ποτό, εγώ θα κεράσω».
Πιστεύεις στον Θεό;
«Πολύ, αλλά πηγαίνω στην εκκλησία όπως οι περισσότεροι. Εντάξει, θα κάνω τον σταυρό μου προτού βγω, αλλά ώς εκεί».
Πηγή: Περιοδικό Down Town