Χρόνια τώρα ο καταφερτζής, ευρηματικός, πλακατζής και κλασσικός «ελληναράς» καραγκιοζάκος, σκαρώνει τα μύρια όσα κάτω από τη μύτη του Πασά και στήνει αμίμητες φάρσες στον Χατζηαβάτη, τον Μπάρμπα Γιώργο, τον Βαγγέλακα και τον Μορφονιό. Και πίσω από τα προφανή ερείσματά του στο λαϊκό στοιχείο προσθέτει στις περγαμηνές του την υποστήριξη διανοητών και καλλιτεχνών όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Κάρολος Κουν, ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος κι ένα σωρό άλλοι. Ίσως γιατί όπως είπε ο Τσαρούχης «Ο Καραγκιόζης είναι ο σίφουνας της αρνήσεως των πάντων». Ή όπως πιο γλαφυρά τον περιέγραψε η πένα του Άγγελου Σικελιανού: «βρίσκεται στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος όποιος αντικρίζει αυτή την τέχνη με τη σοβαρότητα που της οφείλεται”.
Ωστόσο, στη διαχρονικότητα του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών συντελεί και η «χωροχρονική αφαίρεση»: το γεγονός δηλαδή, ότι οι ιστορίες του Καραγκιόζη δεν διαδραματίζονται σε ένα στατικό περιβάλλον ή σε έναν συγκεκριμένο χρόνο. Οι «υπερβάσεις» των επεισοδίων που φέρνουν τον Μέγα Αλέξανδρο σε σύγχρονους καιρούς με τον Πασά, ή ακόμη κι η «απαγωγή της Τασούλας» που μοιάζει να εμπλέκει στα τεκταινόμενα τους γνωστούς (αλλά άσχετους με το πραγματικό συμβάν) ήρωες, αποτίναξαν στη συνείδηση του κοινού τις χωροχρονικές δεσμεύσεις. Έτσι επετεύχθη το «νυν και αεί» της Τέχνης. Έτσι ο Καραγκιόζης και τα κατορθώματά του «γράφουν» αλλιώτικα μέσα μας, σημαδεύοντας ένα σχεδόν σπάνιο ονειροφαντασιακό πεδίο, που ελάχιστα ίσως θέματα αγγίζουν πια τόσο εύστοχα.
Το διεθνές πείραμα διατροφής που έκανε διάσημη την Ελλάδα – Η περίφημη μελέτη των 7 χωρών
Σε μία προσεκτική προσέγγιση του σκηνικού, ο θεατής διαπιστώνει πως πάντα δεξιά τοποθετείται το «σαράι του Πασά», ο συμβολισμός της εξουσίας, με την οποία κατά βάση ο Καραγκιόζης δεν προκαλεί ρήξεις. Σκοπεύει συνήθως να την παραπλανήσει, την περιφρονεί ενδεχομένως αλλά δεν στήνει αντιπαραθέσεις μαζί της. Τα χουνέρια του απευθύνονται σε όσους περιστοιχίζουν την δική του καλύβα και βρίσκονται εγγύτερα στη δική του μοίρα. Ο Καραγκιόζης δεν δέχεται τον συμβιβασμό της μικροαστικής τάξης κι ενώ ενσαρκώνει τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα του αστικοποιημένου Έλληνα, ταυτόχρονα τα παρωδεί και τα στηλιτεύει, αντιδρώντας στις συνήθεις πρακτικές.
ΜΕΝΣΑ: Το λόμπι της ευφυίας, το τεστ, οι “εκλεκτοί και η … φασαρία για το I.Q.
Ο κοσμαγάπητος ήρωας δεν είναι “φρέσκο φρούτο”. Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων! Κίνησε αιώνες πριν, ως Θέατρο Σκιών –κατά μία εκδοχή- από την Κίνα και πέρασε στην Ινδονησία, την Μαλαισία, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και την Κεντρική Ασία. Οι τσιγγάνοι, λέγεται, ότι ταξίδεψαν την τέχνη από την Κεντρική Ασία προς την περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχει όμως και μία άλλη θεωρία περισσότερο Ελληνοκεντρική, που θέλει το Θέατρο Σκιών να δημιουργείται στα Ελευσίνια κι τα Καβείρια μυστήρια και να το παίρνει μαζί του ο Μέγας Αλέξανδρος στην προς ανατολάς εκστρατεία του για να επιστρέψει αργότερα ξανά προς δυσμάς. Μία πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία μας επισημαίνει την μεγάλη ομοιότητα του Καραγκιόζη με τα πρόσωπα της Αρχαίας Αριστοφανικής Κωμωδίας. Ή διαπιστώνεται ακόμη κι η «συγγένεια» του θεάτρου σκιών με τις αρχαίες λαϊκές αφηγήσεις. Ο Ησίοδος και ο Αρχίλοχος δηλώνουν πως «το νόημα τους είναι η κοινωνική κριτική, που στο όνομα των αδυνάτων και του δικαίου στρέφεται φανερά εναντίον της αυθαιρεσίας των ισχυρών και της υποταγής (συμβιβασμός) των αδυνάτων με τη μοίρα τους». Στην Ελλάδα εμφανίζεται στα 1841 στο Ναύπλιο, όπου στην εφημερίδα της εποχής, γίνεται λόγος για τον Καραγκιόζη και τον πρώτο καραγκιοζοπαίκτη μας: τον Μπάρμπα-Γιάννη Βράχαλη. Νωρίτερα έχει δημιουργηθεί ο μύθος για την καταγωγή του ήρωα. Μία εκδοχή τον θέλει αρχιμάστορα στην Προύσα να αναλαμβάνει μαζί με τον Χατζηαβάτη την οικοδόμηση του παλατιού του Πασά. Έργο που καθυστέρησε με τις παγαποντιές του και τα χωρατά που απασχολούσαν τους μαστόρους από τη δουλειά τους, ώσπου ο Πασάς θύμωσε και του πήρε το κεφάλι. Αμέσως σχεδόν όμως το μετάνιωσε. Σπρωγμένος από τύψεις κάλεσε στο σαράι τον Χατζηαβάτη και άρχισε να ρωτά για την ζωή και την Πολιτεία του Καραγκιόζη. Κι όσο άκουγε τις ιστορίες του τόσο εθιζόταν και ζητούσε κι άλλες. Ώσπου -σε μία έμπνευση της στιγμής- ο Χατζηαβάτης φτιάχνει την χάρτινη φιγούρα του Καραγκιόζη, την βάζει πίσω από έναν μπερντέ και στήνει το πρώτο θέατρο σκιών.
Ιστορίες Ανδρείας: Μία συναρπαστική έκθεση στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Η άλλη εκδοχή θέλει τον «Καραγκιόζη» Έλληνα, που εγκαθίσταται στην Πόλη. Προέρχεται από την Κίνα και το θέατρο σκιών είναι ήδη η τέχνη του. Γιώργος Μαυρομάτης το όνομά του. Προσαρμόζει αυτόματα τις ιστορίες του στα τούρκικα ήθη και δίνει το όνομά του στον κεντρικό του ήρωα. Μαυρομάτης… στα τούρκικα σημαίνει Καραγκιόζης. Βοηθός του ο Γιάννης Βράχαλης, ο άνθρωπος που έφερε την τέχνη αργότερα στην Ελλάδα.
Αρκετοί στην εξ’ ανατολών γείτονα επιμένουν ότι ο Καραγκιόζης είχε τούρκικη υπηκοότητα. Εν τούτοις, οι ήρωες του ήταν Έλληνες. Πράγματι, ο Καραγκιόζης και η παρέα του ανδρώθηκαν σε περίοδο τουρκοκρατίας. Αλλά ακόμη και στα σκετσάκια του 18ου αιώνα ο έλληνας κατεργάρης και το ευρηματικό του πνεύμα παραμονεύει παντού. Το θέατρο σκιών μιλούσε αρχικά και τις δύο γλώσσες. Στέκι του το παζάρι, ο τόπος των βιοτεχνών, των πραματευτάδων, των εμπόρων και των νοικοκυραίων. Ο Καραγκιόζης (εύστροφος και καταφερτζής) σύντομα γίνεται ο ήρωας του εμπορίου. Στην Ελλάδα μεταπηδά λίγο πριν την απελευθέρωση. Λέγεται πως ο απόλυτος εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, με την συμβολή ενός Πατρινού ψάλτη: του Δημητρίου Σαρδούνη, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος. Το 1924 ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου.
Μπορούμε να … φορτίσουμε τον εγκέφαλό μας; Η Επιστήμη είπε “ναι”
Ανάμεσά τους και ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου, που του μεταλαμπάδευσε την τέχνη του θεάτρου Σκιών. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Ευγένιος Σπαθάρης βάζει στόχο να κάνει τον Καραγκιόζη του διάσημο σε κάθε ελληνική γωνιά. Και τα καταφέρνει. Ο χάρτινος ήρωας μετατρέπεται σε σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα και σε εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής. Έτσι, ο Καραγκιόζης σταματά να μας παρακολουθεί και να μας διασκεδάζει μόνο από τον μπερντέ του: εμψυχώνεται, εκσυγχρονίζεται, εμφανίζεται παντού, γίνεται τραγούδι και στο τέλος, αποκτά “ένα κεραμίδι” για να ξαποσταίνει που και που.
Το 1962 ο Ευγένιος Σπαθάρης ηχογραφεί όλες τις κλασσικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στην Κολούμπια, και έτσι κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι του.
Τον Ιούνιο του 1995 ο Δήμος Αμαρουσίου στεγάζει την ιστορία του Καραγκιόζη και του Σπαθάρη συνάμα, σε ένα Μουσείο που ονομάζεται “Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου”.