Skip to main content

Είχε γράψει «Το Ονομα του Ρόδου». Το «Μπαουντολίνο». Το «Εκκρεμές του Φουκώ». Ο Ουμπέρτο Εκο, ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της εποχής μας, φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος, καθηγητής, μελετητής και δοκιμιογράφος, έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 84 ετών.

«Θα μας λείψει το βλέμμα του στον κόσμο» έγραψε η Reppublica.

Κι ιδού ένα παράδειγμα για το τι εννοεί:

“Χρησιμοποιούμε πολύ συχνά τη λέξη ωραίο για να περιγράψουμε μια ημέρα που περάσαμε ευχάριστα ή μια μπριζόλα που φάγαμε, ή μια νύχτα έρωτα που ζήσαμε, ορίζουμε ωραίο ένα παιδάκι ή μια εικόνα της Παναγίας χωρίς να αντιλαμβανόμαστε σε τι κυκεώνα μπλέκουμε χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο. Το γνωρίζουν καλά όσοι σπουδάζουν την επιστήμη της αισθητικής… Τελικά συνειδητοποιώ ότι για να κινηθούμε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο χρησιμοποιούμε ελάχιστα επίθετα: ωραίο, άσχημο, καλό, κακό και μ’ αυτά καλύπτουμε τα πάντα, τη στιγμή που για να ορίσει κάποιος φιλοσοφικά τι είναι κακό, τι είναι καλό, περνάει ολόκληρη τη ζωή του, ή περνάνε οι αιώνες…

Πριν από σαράντα χρόνια, όταν ξεκίνησα να επεξεργάζομαι το θέμα της ιστορίας της ομορφιάς, κατέληξα ότι ωραίο είναι κάθε τι που ο κόσμος θεωρεί ωραίο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκφράζεται ο φιλόσοφος Ντίνο Φορμάτζο στο βιβλίο του «Τέχνη-Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια» όταν αναφέρει ότι τέχνη είναι κάθε τι που οι άνθρωποι θεωρούν τέχνη, τελεία και παύλα. Θα μου πείτε, αυτό είναι σχετικό, εξαρτάται από την εποχή κι από τον πολιτισμό της κάθε εποχής.

Η θεωρία των αναλογιών

Η ιστορία της ομορφιάς δεν συμπίπτει με την ιστορία της τέχνης. Ο σύγχρονος άνθρωπος και ιδιαίτερα εμείς οι Ιταλοί, επηρεασμένοι από την ιδεαλιστική αισθητική, ταυτίζουμε την έννοια της ομορφιάς με αυτό που είναι η ομορφιά ενός έργου τέχνης. Αλλά για πολλούς αιώνες αναφερθήκαμε στην ομορφιά εννοώντας μόνο την ομορφιά της φύσης. Η τέχνη, όπως την αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι Ελληνες ήταν απλώς ένας τρόπος για να κατασκευάζονται σωστά ορισμένα πράγματα. Τέχνη ήταν αυτή του ζωγράφου όπως και του κατασκευαστή ενός πλεούμενου…

Οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς μαρτυρούν μέσα στα έργα τους τι θεωρείτο ωραίο γι’ αυτούς. Αντίθετα, δυστυχώς, οι αγρότες, οι χτίστες, οι νεκροθάφτες, οι αρτοποιοί, δεν μας άφησαν σχεδόν ποτέ μαρτυρίες τους για τι θεωρούσαν αυτοί ωραίο.

Ο Θωμάς ο Ακινάτης θεωρούσε ότι την ομορφιά την συνθέτουν τρία στοιχεία: Η αρτιότητα, οπότε ένας νάνος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ωραίος, η αναλογία και η λάμψη. Η αναλογία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ομορφιάς ήδη από την αρχαιότητα. Από τον Πυθαγόρα ξεκινάει μια μαθηματική αισθητική θεώρηση του σύμπαντος. Και ο Πλάτωνας περιγράφει τον κόσμο σαν μια σύνθεση γεωμετρικών αρμονικών σωμάτων, έτσι όπως αυτά θα περάσουν στην Αναγέννηση.

Η ιδέα των αναλογιών, σαν μαθηματικό φαινόμενο, διέπει την αρχαιότητα και φτάνει ώς τον Μεσαίωνα. Από εκεί, μέχρι την Αναγέννηση, τα αρμονικά σώματα του Πλάτωνα μελετώνται σαν ιδεώδη από τον Λεονάρντο, τον Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, τον Ντίρερ και άλλους… Οι διάφοροι καλλιτέχνες, όμως, ερμηνεύουν με ξεχωριστό τρόπο ο καθένας τις ιδανικές αναλογίες.

Οπωσδήποτε όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, που επί δέκα αιώνες υποτίθεται ότι εφαρμόζουν τη θεωρία των αναλογιών, δεν εννοούν ποτέ το ίδιο πράγμα. Η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, η Αφροδίτη του Κράναχ ή του Τζορτζόνε είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αν και οι δημιουργοί τους πιστεύουν ότι έχουν τηρήσει τους κανόνες των αναλογιών.

Ό,τι συμβαίνει δε στη ζωγραφική συμβαίνει και στη μουσική.

Επίσης, οι αναλογίες για τον Θωμά τον Ακινάτη έχουν και ηθική αξία. Η σωστή αναλογία είναι επίσης και αυτή που υπάρχει μεταξύ λόγου και πράξης. Κριτήριο των αναλογιών είναι και το αν ανταποκρίνονται στον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκαν. Ένα κρυστάλλινο σφυρί με σωστές αναλογίες, είναι άσχημο, δυσανάλογο, αφού δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό για τον οποίο έγινε, δεν μπορεί να είναι ωραίο εφ’ όσον σπάει στην πρώτη προσπάθεια να καρφώσει κανείς ένα καρφί.

Η θεία ιδιότητα της λάμψης

Διαφορετικά επίσης εφαρμόζεται και το τρίτο κριτήριο της ομορφιάς, η λάμψη. Τι είναι αυτή η λάμψη που από την αρχαιότητα θεωρείται χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομορφιάς; Επρόκειτο φυσικά για μια θεία ιδιότητα. Οι θεότητες διαθέτουν λάμψη, φέρουν μέσα τους τον ήλιο, σύμβολο του καλού. Στην εικονογραφία του Μεσαίωνα παρατηρούμε ότι το φως είναι διάχυτο, αντίθετα από το θεατρικό φως του Μπαρόκ. Το φως εδώ μοιάζει να αναδύεται από τις ίδιες τις απεικονιζόμενες φιγούρες.

Ο δάσκαλος του Θωμά του Ακινάτη λέει ότι ομορφιά είναι η λάμψη της φόρμας πάνω στα αρμονικά μέλη της ύλης. Και εννοεί τη φόρμα που εμπεριέχεται στο σώμα και ανάγει την ύλη σε οργανισμό.

Ακόμα και ο Δάντης, αντίθετα από τις νεοπλατωνικές ερμηνείες και εικονογραφήσεις του έργου του, όταν μιλά για τη φωτεινή ομορφιά της Βεατρίκης μάς δείχνει όχι ένα φως εξωτερικό, άνωθεν, που την τυλίγει, αλλά το φως που αναδύεται από τα μάτια της..

Γενικά δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους καλλιτέχνες. Όταν ο Ρέμπραντ ζωγραφίζει τη γυναίκα του τη Σίσκια, προτίθεται να αναπαραστήσει μια ωραία γυναίκα ή τη γυναίκα που αγαπά; Γιατί τότε το πράγμα αλλάζει. Μπορεί κανείς να ερωτευτεί τρελά μια γυναίκα που όλοι θεωρούν κακάσχημη. Ο Σαλβατόρ Νταλί αφιέρωσε τη ζωή του στη μούσα του, σε αυτή τη μεσόκοπη κυρία που σίγουρα δεν θα βάζαμε ποτέ πάνω στην πασαρέλα δίπλα στη Ναόμι Κάμπελ. Και η Γκάλα ήταν τρελή και παλαβή γι’ αυτόν τον τύπο, τον Νταλί, που αν μας χτύπαγε την πόρτα στις δέκα η ώρα το βράδυ θα δυσκολευόμασταν πολύ να του ανοίξουμε.

Η τέχνη έχει πάντα την ιδιότητα να παρουσιάζει με ωραίο τρόπο το άσχημο. Μπορεί να παρουσιάζει την ασχήμια του διαβόλου όμορφα – το υποστήριζαν εξάλλου και οι θεολόγοι του Μεσαίωνα. Το άσχημο έλκει, κι έτσι βλέπουμε σε εικονογραφημένα βιβλία όπως και στους ναούς τρομερά τέρατα, ακέφαλα, που έχουν μάτια και στόμα στο στήθος, δράκους και τριχωτούς γίγαντες των δασών, ανθρωπόμορφα κτήνη με τεράστια αφτιά, σειρήνες και άλλα τέτοια όντα που στον Μεσαίωνα, παρ’ όλη τη θεωρία των αναλογιών και της ομορφιάς, γοητεύουν και προξενούν κατάπληξη και αντιπροσωπεύουν τη δίψα για εξωτισμό, όπως συνέβη και στην τέχνη της πρωτοπορίας του 19ου αιώνα.

Μύστες, θεολόγοι και φιλόσοφοι του Μεσαίωνα αναλαμβάνουν να αποδείξουν ότι μέσα στην αρμονία του σύμπαντος ακόμα και τα τέρατα συμβάλλουν στην ομορφιά του όλου, λόγω αντίθεσης, ακριβώς όπως οι σκιές στη φωτοσκίαση ενός ζωγραφικού πίνακα.

Μέχρι τον 18ο αιώνα η αρτιότητα, η αρμονία και η λάμψη δεν τίθενται σε αμφισβήτηση, μέχρι όμως τη στιγμή που εμφανίζεται η έννοια του υπέροχου, του υπέρτατου. Το 1700 είναι η περίοδος των μεγάλων ταξιδευτών. Η αγριάδα των βουνών, οι απότομοι γκρεμνοί, οι άβυσσοι δίχως τέλος, οι έρημες και άγονες εκτάσεις χωρίς σύνορα, εμφανίζονται σε συγγραφείς ταξιδιώτες πιο γοητευτικές και όμορφες από τους πριγκιπικούς κήπους. Ακόμα και τα αρχαιολογικά ερείπια, που σε σχέση με τη νεοκλασική αισθητική μοιάζουν δυσανάλογα και διόλου αρμονικά, θεωρούνται πλέον όμορφα και μάλιστα δημιουργούν αισθητική σχολή. «Ό,τι μπορεί να προκαλέσει την ιδέα του φόβου ή του κινδύνου, ό,τι είναι φοβερό ή αφορά τρομερά πράγματα, ή επιδρά όπως επιδρά ο τρόμος, ό,τι προξενεί την πιο ισχυρή συγκίνηση που μπορεί να νιώσει η ψυχή, είναι υπέρτατο και άρα και επιθυμητό», υποστηρίζει ο Εντμοντ Μπερκ στη φιλοσοφική έρευνα για τις απαρχές της έννοιας του ωραίου και του υπέρτατου, το 1756.

Στον αιώνα μας, στα πρώτα χρόνια του, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, μπορούμε να παρατηρήσουμε τη δραματική πάλη μεταξύ της ομορφιάς της πρόκλησης, που ανήκει στις πρωτοπορίες της τέχνης, και της ομορφιάς των καταναλωτικών ειδών. Η τέχνη της πρωτοπορίας δεν θέτει το πρόβλημα της ομορφιάς. Η τέχνη τώρα δεν ενδιαφέρεται να μας δώσει μια εικόνα της φυσικής ομορφιάς. Ούτε εννοεί να μας σπρώξει στην ειρηνική απόλαυση της αρμονίας. Κάθε άλλο. Θέλει να μας μάθει να ερμηνεύουμε τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Να χαιρόμαστε επιστρέφοντας σε κάποια αρχαϊκά ή εξωτικά πρότυπα, να μας σπρώξει στο βασίλειο του ονείρου, στον φανταστικό κόσμο των ψυχοπαθών, στον επαναπροσδιορισμό των αντικειμένων… Ακόμα και όταν παρουσιάζονται αμιγείς αρμονικές φόρμες, αυτό γίνεται στην προσπάθεια της απαλλαγής από την τυραννία της φύσης, από την ιδέα της ζωγραφικής σαν ωραία αναπαράσταση ωραίων πραγμάτων.

Όργιο ανοχής

Ένας υποθετικός επισκέπτης του πολιτισμού μας σήμερα, καθώς θα περιπλανάται μέσα σε μουσεία με ακατάληπτα γλυπτά ή θα παίρνει μέρος σε θορυβώδη χάπενινγκ, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει τελικά ότι όλοι ντύνονται μέσα στο πλαίσιο της μόδας, στο πλαίσιο εκείνης της ιδέας της ομορφιάς που προτείνουν τα κανάλια του εμπορικού καταναλωτισμού, τον οποίο ανέκαθεν πολεμούσαν οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες! Σ’ αυτό το σημείο ο επισκέπτης θα αναρωτηθεί δίχως άλλο ποιο ήταν αυτό το πρότυπο ομορφιάς που πρότειναν τα media, η διαφήμιση, η μόδα… Θα ανακαλύψει ότι το πρότυπο είναι και αυτό της γόησσας που προτείνει ο κινηματογράφος, και αυτό της κοπέλας της διπλανής πόρτας. Σβαρτσενέγκερ και Ντάστιν Χόφμαν, Μέριλιν Μονρόε και Τουίγκι, Μαζεράτι και Μίνι Μόρις. Ο χώρος μεταξύ τέχνης που προκαλεί και της καταναλωτικής τέχνης στενεύει όλο και περισσότερο.

Τα media δυσκολεύονται να προτείνουν ένα και μοναδικό πρότυπο ομορφιάς. Εκμεταλλεύονται πολλά και διάφορα πρότυπα περασμένων δεκαετιών και καλλιτεχνικών κινημάτων, όχι ένα μόνο ιδεώδες. Ο επισκέπτης μας θα πρέπει να παραδοθεί σ’ αυτό το όργιο ανοχής, σε αυτό που εγώ ονομάζω πολυθεϊσμό της ομορφιάς. Ένα φαινομενικά δημοκρατικό σουπερμάρκετ, που, όμως, σε καταπιέζει, μια και καθημερινά σου ζητά να υπακούσεις σε κάτι διαφορετικό.

Ωραίο, χαριτωμένο, υπέροχο, είναι επίθετα που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουμε κάτι που αρέσει. Αλλά πρόκειται για πράγματα που, όπως υποστήριζε ο Θωμάς Ακινάτης, εμείς μόνον τα βλέπουμε, δεν τα αγγίζουμε, δεν τα τρώμε. Κάτι που μας αρέσει και θα εξακολουθήσει να μας αρέσει, αν και δεν θα γίνει ποτέ δικό μας. Όταν αυτό που θεωρώ καλό, ένα φαγητό, ένα διαμέρισμα, η αιώνια ευτυχία, δεν μου ανήκει, νιώθω δυστυχής. Όμως όσον αφορά την ομορφιά, η ευτυχία η οποία προκύπτει από αυτήν δεν έχει καμία σχέση με την κτητικότητα. Η γεύση της ομορφιάς δεν έχει σχέση με την επιθυμία της απόκτησης. Μπορώ να θεωρήσω έναν άνδρα ή μια γυναίκα ωραίους κι ας ξέρω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ, ή δεν θα θελήσω ποτέ, να έχω σχέσεις με αυτόν ή με αυτήν. Αν επιθυμώ όμως κάποιον που δεν έχω, ο οποίος μάλιστα μπορεί να είναι κι άσχημος, αυτό μπορεί να αποτελέσει πηγή δυστυχίας για μένα.

Αυτή είναι μία σταθερά την οποία συναντούμε σε όλους τους ορισμούς για την ομορφιά που είδαμε ώς τώρα, και που αφορούν κυρίως την παράδοση του δυτικού πολιτισμού μας, εντός κάποιων ορίων. Γιατί βέβαια δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι των σπηλαίων μπροστά στις τοιχογραφίες της Αλταμίρα, αν πήγαιναν να τις θαυμάσουν ή αν -όπως είναι πιθανότερο- τις άφηναν στην ησυχία τους.


Γεννημένος στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε τον Ιανουάριο του 1932, ο Εκο έζησε στην παιδική του ηλικία την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ως παιδί τη βίωσε όπως έλεγε «σαν ένα μικρό γουέστερν». Εγκατέλειψε τη Νομική για να σπουδάσει Μεσαιωνική Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Εκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον ιταλό ιερέα του 13oυ αιώνα Θωμά Ακινάτη, ένα πρόσωπο που αποτέλεσε αντικείμενο για το πρώτο του βιβλίο, αλλά υπάρχει σε πολλά από τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, με τα οποία έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό.

Πράγματι θα λείψει σε όσους τον διάβασαν κι έμαθαν να σκέφτονται μέσα από τα βιβλία του.