Ένα 14χρονο παιδί είναι πολύ πιθανόν να μην ξέρει καν το όνομά της. Οι υπόλοιποι όμως -όσοι την είδαν έστω και μία φορά- είναι αδύνατον να μην την θυμούνται. Η Μαλβίνα Κάραλη “λείπει” από το 2002 αλλά παραμένει η καλύτερη εκπρόσωπος της … μορφωμένης κριτικής, της πολιτικής σάτιρας κι ένα πολυτάλαντο ον που απουσιάζει αφόρητα από την σημερινή τηλεόραση. Όλη η πεμπτουσία της όποιας πολιτικής επικαιρότητας ωχριούσε μπροστά στα δικά της σχόλια.
The Dome Experience Traces: μια παράσταση – ντοκιμαντέρ για την προσφυγική κρίση
Η Μαλβίνα Κάραλη ήταν μία γυναίκα που χαρακτήρισε μία ολόκληρη γενιά, ερωτευμένη με τη ζωή όπως έλεγε η ίδια παρότι υπέφερε από τις σχέσεις της και τους αποτυχημένους γάμους της. Η προσωπική της επιτυχία για αυτήν ήταν η οικογένεια της.
Ξεκίνησε σαν αρθρογράφος το 1976 και έγινε γνωστή για την αριστοφανική πένα και τα καυστικά σχόλια της προς την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Με αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές που άφησαν εποχή, όπως το “ΜΑΛΒΙΝΑ HOSTESS”, το “ΜΑΛΒΙΝΑ ΡΙΧΤΕΡ” και το “ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ” είχε το δικό της στυλ με λόγο αιρετικό, καυστικό αλλά και ανθρώπινο.
12 γκράφιτι που στολίζουν τους δρόμους της Αθήνας! ΦΩΤΟ
Το τελευταίο μυθιστόρημά της “πιο πολύ, πιο πολύ” ήταν και το κύκνειο άσμα στη λογοτεχνική καριέρα της. Νωρίτερα είχε δουλέψει στον Επενδυτή, τα Επίκαιρα, την Γυναίκα, το Symbol, την Ελευθεροτυπία και την Απογευματινή. Δεν υποχώρησε ποτέ από το στυλ και τις αξίες της κάνοντας πάντα παραπομπές στους αρχαίους συγγραφείς και τους πιο σύγχρονους.
Γαλούχησε μία ολόκληρη “γενιά” αρθρογράφων με αποκορύφωμα τα “μαλβινέζικα”, τη γλώσσα – ιδίωμα των εκπομπών της. Λάτρης της τέχνης, κυρίως της λογοτεχνίας, μας μύησε στον Κούντερα και άλλους έχοντας πάντα την υπερβολή σαν όπλο στην αδικία.
Σημειολογική … έκθεση ιδεών: Τι μου έκανε χθες εντύπωση στον Πρωθυπουργό
Τη θυμάμαι κάνα εικοσάλεπτο πριν τις βραδινές ειδήσεις του Mega να τα χώνει ζωντανά προς πάσα κατεύθυνση, να καυτηριάζει, να σατιρίζει, να ξεσπά κι η ίδια σε ασταμάτητα γέλια «στον αέρα» (πόσο αντιτηλεοπτικό!). Πρώτη φορά στην εφηβεία μου ενδιαφέρθηκα για τα πολιτικά, όχι για να διαμορφώσω άποψη, ούτε για να γίνω ενεργός πολίτης, αλλά για να καταευχαριστιέμαι την απόλυτη γελοιοποίηση.
Κλασική προσφώνηση «φακάτοι μου κι ανάφτρες», εμμονή στις ομιλίες του Σημίτη και στο ΙΕΚ Τάπερμαν (θυμάται κανείς;), αναφορές στον Τσόμσκι και τον Κούντερα, πολιτικός και κοινωνικός σχολιασμός στα … καλιαρντά. Και “Φωνή Κυρίας” στην Ελευθεροτυπία, και Μαλβιnight, όπου σε πρώτη μετάδοση ο Κραουνάκης παίζει στο πιάνο το “Αυτή η νύχτα μένει” κι η Μαλβίνα μέσα σε σύννεφο καπνού σιγοτραγουδά.
“Σ’ αγαπώ γιατί είσαι … καλός επιχειρηματίας”
Κι ο τρόπος της πάντα άφταστος. Σταχυολογώ μερικά κείμενα της:
Σχόλιο για τη Βάσω Παπανδρέου όταν ούσα Υπουργός Δημοσίων Έργων εγκαινίαζε έργα:
«Την ίδια ώρα η Βάσω παύλα βελέντζα παράταγε τα υπουργεία της και γινόταν μια Τζίντζερ Ρότζερς στο πιο θυμαρίσιο της. Χόρευε τσάμικα στη Φλώρινα. Τα μεγάλα έργα άρχισαν… Έχει πάρει ένα μυστρί η λιόρτζω και γυρνάει σαν τον Παττακό με καούκα, ένα πράγμα. Ό,τι βρίσκει μπρος της το εγκαινιάζει. Χθες εγκαινίασε δυο λεύκες, μια αζαλέα, που είναι προστατευόμενο είδος στη Φλώρινα και τρία καμπινέδια δημόσια, τούρκικα όμως, ό,τι κάνεις δηλαδή στα όρθια».
Για το φόρεμα της Μόνικα Λεβίνσκυ:
«Αμάν πια Βαγγελίστρα μου. Αυτό δεν ήταν φόρεμα τελικά, ήταν περίπτερο. Εκτός από τους λεκέδες, πάνω στο φόρεμα της Λεβίνσκυ βρήκανε τώρα ίχνη κοκαΐνης. Αύριο, να μου το θυμηθείτε, θα βρουν και τα υπόλοιπα, ήτοι: τρεις κουταλιές πιπέρι, τέσσερις μασχαλότριχες, λιωμένη σοκολάτα, γιατί είναι και γουρούνα η Μόνικα, δυο κουταλιές μαγιονέζα, λάιτ όμως και όλο αυτό το σβήνουμε με κόκκινο κρασί.
Χάινς Καρλ Ροτ: Ο Γερμανός που προτείνει να αποζημιωθεί η Ελλάδα σε ράβδους χρυσού
Νοικοκυρόσογο το Λεβινσκέικο. Μα καλά, τι διάολο, δεν μπόχαγε αυτό το φουστάνι ήθελα να ‘ξερα; Σε κανένα δε μύρισε; Όλοι κρυωμένοι ήταν;»
Μεταγενέστερα στην εφημερίδα “Χώρα” σχόλιο για τους μικροαστούς :
“(…)Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί “ένα ίσον κανένα”. Ή τρία αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: “Πως ξέπεσες έτσι;”
Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα που βρήκε την πεμπτουσία της στο πρόσωπο του προέδρου. Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δεν δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα.
Ο Μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς.”