Skip to main content

Ο Φίλιππος Τσιάρας κατέκτησε Ν. Υόρκη με την τέχνη του, ρουφάει και εκμεταλλεύεται από τη δεκαετία του 1970 την ενέργεια και τους ρυθμούς της και κατατάσσεται στη σειρά των μεγάλων σύγχρονων εικαστικών…

 

1947 σε ένα χωριό των Γρεβενών, το Πρόσβορο, εμφύλιος, νύχτα. Ενας οπλισμένος άνδρας οδηγεί τον πρόεδρο της κοινότητας στο κτίριό της. «Θα μου κάψεις τον φάκελο που έχει για μένα η αστυνομία», τον διατάζει. Εκείνος, φοβισμένος, το κάνει. Την επομένη, ο οπλισμένος άνδρας με τη γυναίκα του έχουν αφήσει πίσω τους το σπαρασσόμενο από τον εμφύλιο χωριό.

Λίγες μέρες αργότερα, ταξιδεύουν για την Αμερική.

Ηταν από τους συμπολεμιστές του Αρη Βελουχιώτη, με το όνομα «Κατσαντώνης». Γιώργος Τσιάρας, το κανονικό του. Εφυγε από τον κόσμο πριν από λίγους μήνες στα 93 του χρόνια. Πρόλαβε να δει τους 4 γιους του να πετυχαίνουν στον Νέο Κόσμο. Ενας από αυτούς, ο Φίλιππος, πέτυχε στη Νέα Υόρκη. Ιf I can make it there, I can make it anywhere, τραγουδούσε ο μεγάλος Φράνκι.

Ο Φίλιππος Τσιάρας μεγαλώνει στο Νιου Χαμσάιρ και σπουδάζει λογοτεχνία στη Μασαχουσέτη, στο Αμχερστ. Εκεί θα συναντήσει πολλούς Ελληνες, μεταξύ των οποίων οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς. Είναι η εποχή της flower power, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, των διαδηλώσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στα πανεπιστήμια, η νεολαία «βράζει». Μεταξύ αυτών και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί μας. Η ζωή παίζει καμιά φορά παράξενα παιχνίδια…

 
 
Ομως τα όμορφα χρόνια του κολεγίου γρήγορα τελειώνουν. Για τους μετανάστες, ακόμη κι αν είναι αριστούχοι, όπως ο Φίλιππος, τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Για τον νεαρό απόφοιτο του πολύ καλού κολεγίου Αμχερστ, αρχίζει μια περίοδος μακράς αναζήτησης. Σε κάποια στιγμή… έμπνευσης, τηλεφωνεί μέσα στη νύχτα στον Ελληνα εικαστικό Λουκά Σαμαρά που ήδη έχει αρχίσει να ακούγεται το όνομά του στον χώρο του, χάρη στην πρωτοποριακή δουλειά του. Συναντιούνται και περνούν ώρες συζητώντας για ποίηση, λογοτεχνία, ζωγραφική, φωτογραφία. Ο νέος καλλιτέχνης μαθαίνει από τον -επίσης Βορειοελλαδίτη- συμπατριώτη του ό,τι μπορεί. Στην πορεία γίνεται συνεργάτης του. Μια σχέση που κρατά πάνω από δέκα χρόνια. Ο Λουκάς Σαμαράς τού δίνει μια εξαιρετική συμβουλή: «Εάν πραγματικά θέλεις να διακριθείς ως καλλιτέχνης, τότε μην πιάσεις άλλη δουλειά. Προσπάθησε να επιβιώσεις μόνο με ό,τι βγάζεις από την τέχνη σου». Οπως επίσης: «Εάν θες να πετύχεις στη Νέα Υόρκη, θα ζήσεις στο Μανχάταν, έστω και σε 10 τετραγωνικά. Οποιοδήποτε άλλο μέρος της πόλης δεν “κάνει”, αν θες να προχωρήσεις στον δρόμο της τέχνης».
 
 
Τελικά στον Φίλιππο παίρνει περίπου μια δεκαετία για να τα καταφέρει. Ο αγώνας είναι σκληρός αλλά βγαίνει νικητής, απολύτως εναρμονισμένος στο ανταγωνιστικό πνεύμα της πόλης. Εστω κι αν κάποιες φορές στην αρχή στερείται ακόμη και το φαγητό ή αισθάνεται μειωμένος όταν στις παρέες έχει τα λιγότερα χρήματα από τους υπόλοιπους… Ομως σταδιακά τα πράγματα αλλάζουν. Γνωρίζει τον Ιόλα, τον Γουόρχολ, διάφορους μεγάλους της ποπ αρτ σκηνής. Υπότροφος της Julliard, βραβευμένος ποιητής (The American Academy Award for Poetry) για το ποίημά του «Η γιαγιά». Στην αρχή η κλίση του είναι στη λογοτεχνία. Κι έτσι έρχεται στην Αθήνα με την υποτροφία Τόμας Γουότσον, για τη μετάφραση ποιημάτων Καρυωτάκη και Ρίτσου στα αγγλικά. Ο ίδιος προσδιορίζει τον τότε πυρήνα της δουλειάς του που ουσιαστικά αποτέλεσε και την καλλιτεχνική πυξίδα του για το μέλλον, σε όποιον χώρο της τέχνης κι αν κινήθηκε: «Η δουλειά μου είναι να ερμηνεύσω το καθημερινό. Βλέπεις, η μεγάλη αμοιβή της τέχνης είναι να κατανοήσεις τη δημιουργικότητα που υπάρχει ακριβώς κάτω από τη μύτη σου. Κι επειδή η δική μου μύτη είναι και κάπως… μεγάλη, είχα να ανακαλύψω πολλά που μου έκρυβε!».
 
 
Στην Αθήνα, μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα της Καλλιδρομίου. Ο Ιόλας τον γνωρίζει σε εκατοντάδες ανθρώπους, κάνει πάρτι προς τιμήν του κ.λπ. Αλλά ο Φίλιππος δεν ακούει το τραγούδι των Σειρήνων και με το τέλος της υποτροφίας του επιστρέφει στην Αμερική. Ο λόγος; Και πάλι μια συμβουλή του Λουκά Σαμαρά: «Αν μείνεις στην Ελλάδα, θα είσαι big fish in a small pond» (μεγάλο ψάρι σε μικρή γυάλα). Και, δουλεύοντας, ταυτόχρονα με την αλαζονεία της νιότης, αποκτά αυτοπεποίθηση. Μόνιμα εγκατεστημένος στο «Μεγάλο Μήλο» από το 1978, «βγάζει τη γλώσσα» στην καλλιτεχνική Νέα Υόρκη όταν το 1982 δημοσιεύει μια καυστική ανάλυση της έκθεσης Recent still life (Πρόσφατη νεκρή φύση) του Irving Penn στνη γκαλερί Marlborough. «Επιτίθεται» όχι μόνο στη δουλειά του Πεν, η οποία εκείνη την περίοδο είναι μάλλον μέτρια, αλλά και σε όσους δουλοπρεπώς την εκθειάζουν. Ουσιαστικά, σε όλο το νεοϋορκέζικο καλλιτεχνικό κατεστημένο…
 
 
Η καταδίωξη

Ωστόσο στην πορεία, η ίδια η πόλη, στην οποία ζει μόνιμα από το 1978, τον αποδέχεται, πρώτα ως φωτογράφο. Για το Family Album λαμβάνει υποτροφία από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ενώ το 1984 επιχορήγηση από το National Endowment Fund για τη συνολική δουλειά του πάνω στη φωτογραφία. Και δεύτερη χρηματοδότηση από τη ΝΕΑ για την περιοδεύουσα έκθεση Philip Tsiaras: Private Myths, το 1992, και το 1994 μια υποψηφιότητα του Ιδρύματος Ursula Blickle για το συγκεκριμένο project. Ενώ νεοϋορκέζικα περιοδικά και εκθεσιακοί χώροι φιλοξενούν κατά καιρούς επιλεγμένα έργα του.

Από το 1974 «οργώνει» τον κόσμο, πραγματοποιώντας περισσότερες από 75 εκθέσεις. Δουλεύει σκληρά σε ένα ευρύ φάσμα μέσων και υλικών, όπως η ζωγραφική, η φωτογραφία, τα κεραμικά, τα χάλκινα υλικά με γυαλί. Μεταφέρει την αμερικανική φιλοσοφία τού «big is beautiful» και στην Ευρώπη, στην Μπιενάλε της Βενετίας, όταν «στήνει» ένα χάλκινο γλυπτό ύψους τριών μέτρων στο Grand Canal, κάτω από το οποίο περνούν εκατομμύρια θεατές. Λαμβάνει πολλά εθνικά βραβεία και τα έργα του εκτίθενται σε εταιρικές, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία. Το Metropolitan Museum of Art τού ανοίγει τις πύλες του.

Τελικά, γιατί άνθρωποι από όλο τον κόσμο θέλουν να ζήσουν και «να τα καταφέρουν» στη Νέα Υόρκη; Ο Φίλιππος Τσιάρας εξηγεί: «Πώς θα μπορούσε η Νέα Υόρκη να μην επηρεάσει τη δουλειά ενός καλλιτέχνη που ζει εκεί; Η ίδια η πόλη είναι ένα ζωντανό, ατέρμονο έργο τέχνης. Για έναν νέο καλλιτέχνη, η Νέα Υόρκη είναι τρομακτικό και ταυτόχρονα ακαταμάχητο μέρος. Απλώς και μόνον η «πολυεθνικότητά της», ο ρυθμός κίνησής της και η επιβλητική αρχιτεκτονική της, ο εξωφρενικός αριθμός γκαλερί, περίπου 4.000, εξαφανίζει οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς. Την ίδια στιγμή, εξαναγκάζεσαι κι εσύ, από την ενέργεια της ίδιας της πόλης να ανταποκριθείς, να ανταγωνιστείς, να εξελιχθείς και, κυρίως, να επιβιώσεις. Η προσπάθεια για επιβίωση είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος καταλύτης στη δημιουργικότητα κάποιου. Οπως έχει πει κι ο Καζαντζάκης, «η ανάγκη είναι η μητέρα της ανακάλυψης». Η Νέα Υόρκη αποσπά μια λίβρα σάρκας, όπως στον έμπορο της Βενετίας, για κάθε μία προσωπική ιστορία επιτυχίας…».

Στο έργο του βρίσκει κανείς εμβληματικά κτίρια της πόλης, το Flat Iron, το Met Life, to Municipality Court κ.ά. Και τον έναν πύργο από τους δύο του World Trade Center. Κάτοικος της περιοχης της Wall Street, κοντά στο Ground Ζero, έζησε την 11η Σεπτεμβρίου πολύ έντονα: «Με ξύπνησε ένας φίλος που μου τηλεφώνησε από το Μιλάνο και μου είπε: «Εϊ, δεν βλέπεις τι γίνεται στη γειτονιά σου; Ολα καταρρέουν, καίγονται!». Σηκώθηκα και βγήκα έξω, με μια φωτογραφική κάμερα. Η σκόνη, ο πανικός ήταν απίστευτα. Ελικόπτερα πετούσαν στον ουρανό. Προχώρησα, καλύπτοντας το πρόσωπό μου με ένα μαντίλι, έφτασα μέχρι κάποιο σημείο κι εκεί με σταμάτησε η αστυνομία. Kάπoια στιγμή σκέφτηκα τι ακριβώς κάνω: επιχειρούσα να προσεγγίσω ως καλλιτέχνης ένα γεγονός που πρωτίστως είχε καθαρά ανθρώπινη χροιά. Πάντως επί εβδομάδες, ο γύρω χώρος είχε κατακλυστεί από αστυνομία και πυροσβεστική που έψαχναν τραυματίες αλλά και έκαναν αυστηρούς ελέγχους. Με επισκέφτηκαν στο διαμέρισμά μου αστυνομικοί για να με ρωτήσουν αν βρήκα τίποτε ανθρώπινα μέλη από θύματα, αφού αυτά είχαν εκτοξευτεί μέχρι και χιλιόμετρα μακριά!».

Πρόεδρος η Χίλαρι

Μετά ήρθε η περίοδος του Oμπάμα, «ο οποίος στηρίχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της Νέας Υόρκης που δεν ήθελε έναν ακόμη πρόεδρο καουμπόι μετά τον Μπους τζούνιορ, αλλά κάποιον που είχε σπουδάσει σε καλό πανεπιστήμιο, ήταν γοητευτικός άνθρωπος, ευφυής και μείγμα από πολλές και διαφορετικές κουλτούρες, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό της Αμερικής αλλά και ειδικότερα της Νέας Υόρκης. Εννοείται ότι «η βαθιά Αμερική» των γέρων, νότιων ρατσιστών δεν τον ήθελε. Εκείνοι ήθελαν τη Σάρα Πέιλιν… Που έλεγε ότι έβγαινε στο μπαλκόνι της και έβλεπε τη Ρωσία… Επειδή έμενε στην Αλάσκα… Γενικά όλοι αυτού του Τea Party είναι κάποιοι μισότρελοι φανατικοί Αμερικανοί που δεν μπορούν να χωνέψουν ότι «there is a black guy in the White House»… Ευτυχώς ο Ομπάμα επικράτησε ξανά! Να δούμε τι θα γίνει στις επόμενες εκλογές, τώρα που και η Χίλαρι δήλωσε ότι «κατεβαίνει». Πάντως θα ήταν ωραίο να εκλεγεί μια γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ!».

Στην ατέρμονη μυθολογία της αμερικανικής μητρόπολης προστέθηκε η οικονομική κρίση. «Στο στούντιό μου στο Μανχάταν, δυο βήματα από τον ναό του χρηματιστηρίου και των χρηματαγορών, η αίσθηση αυτή ήταν ιδιαίτερα έντονη», ομολογεί ο Τσιάρας. «Και η Ελλάδα, πρώτο θέμα σε όλες τις συζητήσεις! Περίεργο συναίσθημα αυτό».

Πηγή: efsyn.gr

Πώς θα ήταν ο κόσμος αν τα χρήματα δεν ήταν αντικείμενα;